Σελίδες

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ο Άη Βασίλης έρχεται πάντα για τον καθένα.




Μην ψάχνεις το γιατί 
και μην πιστεύεις κανένα. 

Ο Άη Βασίλης έρχεται πάντα
 για τον καθένα.

Άνοιξε εσύ την πόρτα σου, 
στάσου και προσευχήσου.

Δεν θα τον δείς, 
μα θά’ ναι εκεί στο πλάι σου,
 μαζί σου.

Και άν δεν γευτείς τα δώρα του 
κοίταξε στην ψυχή σου 
και ένα πλατύ χαμόγελο
θα έχει η μορφή σου.

Νά σαι καλά χαρούμενος/η
 και η οικογένειά σου. 

Το πιό ωραίο δώρο του; 
Να έχεις την Υγειά σου.



Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ο Κύκλος του 99

 



Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.

Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς.
Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.

Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
- Ποιό είναι το μυστικό σου;

- Ποιό μυστικό Μεγαλειότατε;

- Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.

- Μα…δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.

-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.

- Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.

- Και πως τα καταφέρνεις, βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος;
 Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.

- Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. 
Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας.
Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;

- Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.

- Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.

- Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη. 

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.

Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. 
Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

- Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;

- Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.

- Έξω από που;

-Μα από τον κύκλο.

- Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;

- Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.

- Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;

- Ακριβώς βασιλιά μου.

- Και πως βγήκε;

- Δεν μπήκε ποτέ.

- Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;

- Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.

- Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος;

- Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.

- Δηλαδή τι θα κάνεις;

- Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.

- Πώς δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.

 - Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.

 -Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν?

 - Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει. 

- Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί;

- Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγεί από τον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.

-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?

 -Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήντα εννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο. 

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μύνημα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. 
ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. 
ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ. 


Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυό φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. 
Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο.
Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγγί.
Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.
Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του.

Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατακοπεύσουν. 
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. 
Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο.
Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. 
Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. 
Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. 

Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.
Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. 
Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. 
Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. 
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. 
Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι…
Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. 
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ…που είναι το τελευταίο;
 Ξαναμετρά μία μία τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. 
Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. 
Η τελευταία κολώνα ελλειμματική!
Μόνο εννέα φλουριά! Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… 
Τίποτα. 
Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.
Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

- Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. 
Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. 

- Με λήστεψαν! 
- Αλήτες! 
- Κερατάδες! 
- Με κλέψανε!

Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. 
Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. 
Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. 
Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. 
Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. 

Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά… συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας… συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. 
Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. 
Τώρα μου λείπει ένα. 

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. 

Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. 
Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα.

Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς. 
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί;
Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.

Μετά όμως μεγάλε…άραγμα. 
Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει.

Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου!

Τελείωσε τους υπολογισμούς του.
Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

- Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. 
Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. 
Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυό τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια.
Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.

Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. 
Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει.
Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; 
Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω…
Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. 

Σε δυό χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά…ποιός μας πιάνει μετά.
Θα είμαστε πλούσιοι.
Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε.
Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά… 

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. 

Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. 

Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

- Μα καλά, τι έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.

- Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;

- Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;

 - Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι.
Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του.
Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. 
Ανακάθησε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ.

Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: 
"Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει…
Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού; 
Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενηντα εννιά; 
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι; 
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια."

Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. 
Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. 
Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. 
Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε.
Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι. Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι .. 


από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, 
«Να σου πω μια Ιστορία»



Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Ο μάντης Τειρεσίας


Ο Τειρεσίας ήταν γιός του Ευήρη, από τη γενιά των Σπαρτών, και τη Νύμφης Χαρικλώς.

Μια μέρα είδε δύο φίδια που συνουσιάζονταν, τα χτύπησε με το ραβδί του και, αμέσως, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα.

Εφτά χρόνια αργότερα έτυχε να ξαναδεί τα φίδια, τα χτύπησε πάλι και έγινε ξανά άντρας.


Γι’ αυτό, όταν κάποτε ο Δίας και η Ήρα διαφώνησαν για το ποιός αισθάνεται μεγαλύτερη ηδονή στον έρωτα, ο άντρας ή η γυναίκα, ρώτησαν τον Τειρεσία, που είχε ζήσει τη ζωή και των δύο φύλων.

Εκείνος απάντησε πως, αν η ερωτική ικανοποίηση έχει δέκα μέρη, τα εννιά τα χαίρεται η γυναίκα και το ένα μόνο ο άντρας.

Θυμωμένη η Ήρα, που η ίδια ισχυριζόταν ότι μεγαλύτερη είναι η ηδονή του άντρα, τον τύφλωσε,
και τότε ο Δίας του έδωσε, ως αντάλλαγμα, το χάρισμα της μαντικής και τον άφησε να ζήσει επτά ολόκληρες γενιές. 


Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

OCHUN


Είναι η θεότητα της αγάπης,
της θηλυκότητας και κάτοικος των ποταμών.

Αγαπά τις χαρές των αισθήσεων
και όλα τα παιχνίδια της αγάπης.

Η θεά αυτή υμνείται συχνά
μαζί την θεότητα CHANGO,
τόσο στην παραδοσιακή Rumba,
όσο και στην Salsa.


Προστάτιδα της Κούβας. 
Σχετίζεται με το χρώμα κίτρινο, μέταλλο ορείχαλκο , φτερά παγωνιού, καθρέφτες, μέλι, την κύρια μέρα της εβδομάδας είναι το Σάββατο και ο αριθμός που συνδέεται με είναι 5. 
Είναι η θεά του ποταμού.

Σε μια από τις ιστορίες που χαρακτηρίζει της, αναγκάζεται να γίνει πόρνη για να θρέψει τα παιδιά της.

Κατά άλλα Orishas της παίρνουν τα παιδιά της από το σπίτι της, μακριά, προφανώς για να χρησιμοποιηθούν ως σκλάβοι.

Φορά ένα λευκό φόρεμα, το ίδιο κάθε μέρα ως σύμβολο τρέλας από τη στεναχώρια... που στην πορεία γίνεται κίτρινο.

Aje-Shaluga, ένα άλλο ποτάμι Orisha , την ερωτεύτηκε, καθώς η ίδια έπλενε το φόρεμά της σε ένα φρενήρη κατάσταση μια μέρα. 

Έδωσε τα χρήματα της και πολύτιμους λίθους, τα οποία συλλέγονται από τον πυθμένα του ποταμού για να ελευθερώσει τα παιδιά της. 
Τελικά παντρεύτηκε τον καλοσυνάτο της ευεργέτη .

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Η ομορφιά της Πεταλούδας


Η καθαρή ομορφιά της πεταλούδας ερμηνεύεται σε ένα μύθο των Παπάγκο. 

Σύμφωνα με τον μύθο, 

Ο δημιουργός ένιωσε θλίψη για τα παιδιά, όταν συνειδητοποίησε ότι το πεπρωμένο τους ήταν να γεράσουν και να γίνουν αδύναμα πλάσματα.

Μάζεψε, λοιπόν, τα όμορφα χρώματα από διάφορες πηγές όπως το φως του ήλιου, τα φύλλα, τα λουλούδια, και ο ουρανός.

Έβαλε τα χρώματα σε ένα μαγικό σακκούλι και το παρουσίασε στα παιδιά.

Όταν εκείνα το άνοιξαν, οι χρωματισμένες πεταλούδες πέταξαν έξω ελεύθερες, γοητεύοντας τα παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τίποτα τόσο όμορφο. 

Οι πεταλούδες τραγούδησαν κι έκαναν τα παιδιά ακόμα πιο ευτυχισμένα.

Όμως, τα πουλιά παραπονέθηκαν στο δημιουργό γιατί οι πεταλούδες ήταν τόσο όμορφες και μπορούσαν να τραγουδούν όπως τα πουλιά. 

Για αυτό ο δημιουργός απέσυρε από τις πεταλούδες τη δυνατότητα να τραγουδούν.

Από τότε, αν και όμορφες, παραμένουν σιωπηλές.


Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Η καρδιά της μάνας, J. Richepin


Είπε στον ερωμένο της η μάγισσα:

«Αφού πιστά ποθείς τον έρωτά μου, πήγαινε, φέρε την καρδιά της μάνας σου και ριχ’ την να την φάνε τα σκυλιά μου».

Κι ο γιος, από τον έρωτα παράφορος, απ’ το κακούργο πάθος μεθυσμένος, το πρόσταγμα της λατρευτής του παίρνοντας, στη μάνα του χιμάει αγριεμένος.

Και μπήγει κοφτερό μαχαίρι, αλύπητα στα σπλάγχνα, που τον είχαν αναθρέψει και ξεριζώνει την καρδιά της μάνας του και στη νεράιδα πάει, να τον πιστέψει.

M’ απ’ την ορμή παραπατώντας έπεσε.

Και η καρδιά της μάνας ξεσχισμένη στα λασπωμένα χώματα κυλίστηκε.
Και, μέσα εκεί, στη λάσπη, κυλισμένη, στο γιο της λέει στενάζοντας βραχνά:

- Μη χτύπησες παιδί μου, πουθενά;


Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Πρωταπριλιά


Προέλευση του Εθίμου
Τα ψέματα της Πρωταπριλιάς είναι ένα έθιμο που μας έχει έρθει από την Ευρώπη. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε το έθιμο αυτό. Δύο από αυτές, όμως, είναι οι επικρατέστερες.

Από τους Κέλτες 
Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες. Λαός της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Κέλτες, ήταν δεινοί ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου. Όσο καλοί ψαράδες όμως και να ήταν, την εποχή αυτή του χρόνου τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Έτσι και αυτοί, όπως προστάζει ο "κώδικας δεοντολογίας" των ψαράδων όλων των εποχών, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα πόσα ψάρια είχαν πιάσει. Αυτή η συνήθεια, έγινε με το πέρασμα του χρόνου έθιμο.

Από τη Γαλλία 
Η δεύτερη εκδοχή, που θεωρείται και ποιο βάσιμη ιστορικά, θέλει γενέτειρα του εθίμου την Γαλλία του 16ου αιώνα. 
Μέχρι το 1564 η πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η "1η Απριλίου". Την χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούνταν πλέον η 1η Ιανουαρίου. Στην αρχή αυτό δεν το δέχτηκαν όλοι οι πολίτες. 
Οι αντιδραστικοί συνέχιζαν να γιορτάζουν, την παλαιά πλέον, πρωτοχρονιά τους την 1η Απριλίου, ενώ οι υπόλοιποι τους έστελναν πρωτοχρονιάτικα δώρα για να τους κοροϊδέψουν. Το πείραγμα αυτό μετατράπηκε με τον καιρό σε έθιμο.

Το έθιμο στην Ελλάδα 
Το έθιμο αυτό ήρθε και στην Ελλάδα και διαφοροποιήθηκε αποκτώντας μια ελληνική χροιά.
Η βασική ιδέα βέβαια παρέμεινε ίδια.
Λέμε αθώα ψέματα με σκοπό να ξεγελάσουμε το «θύμα» μας.
Σε κάποιες περιοχές, θεωρούν ότι όποιος καταφέρει να ξεγελάσει τον άλλο, θα έχει την τύχη με το μέρος του όλη την υπόλοιπη χρονιά.
Σε κάποιες άλλες πιστεύουν ότι ο «θύτης» θα έχει καλή σοδειά στις καλλιέργειες του. Επίσης το βρόχινο νερό της πρωταπριλιάς, θεωρούν μερικοί, ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Όσο για το «θύμα», πιστεύεται ότι, σε αντίθεση με τον «θύτη», θα έχει γρουσουζιά τον υπόλοιπο χρόνο και πιθανότατα αν είναι παντρεμένος θα χήρεψει γρήγορα.
Σύμφωνα με τον Έλληνα λαογράφο Λουκάτο, το έθιμο αυτό αποτελεί ένα σκόπιμο "ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την όποια παραγωγή" όπως είναι η αρχή του μήνα τόσο για τον Μάρτιο, όσο και τον Απρίλιο υποχρεώνοντας πολλούς να λαμβάνουν διάφορα "αντίμετρα" (αλεξίκανα μέτρα). Επίσης και ο Έλληνας λαογράφος Γ. Μέγας συμφωνεί πως η πρωταπριλιάτικη "ψευδολογία" παραπλανά ελλοχεύουσες δυνάμεις του κακού, έτσι ώστε να θεωρείται από τον λαό ως σημαντικός όρος μαγνητικής ενέργειας (έλξης ή αποτροπής) για μια επικείμενη επιτυχία.


Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Ο ψαράς και η χαμένη ευκαιρία...

του Χόρχε Μπουκάϊ
 

Ένας ψαράς κατεβαίνει κάθε νύχτα στην παραλία για να ρίξει τα δίχτυα του.
Ξέρει πως όταν βγαίνει ο ήλιος έρχονται τα ψάρια στην παραλία για να φάνε αχιβάδες, γι΄αυτό πάντα ρίχνει τα δίχτυα του πριν ξημερώσει.

Έχει ένα καλυβάκι στην παραλία και κατεβαίνει μες τη νύχτα με τα δίχτυα στον ώμο. 
Με τα πόδια γυμνά και τα δίχτυα μισοαπλωμένα, μπαίνει στη θάλασσα.

Αυτή τη νύχτα, για την οποία μας μιλάει η ιστορία, όπως πάει να μπει στο νερό, αισθάνεται το πόδι του να χτυπάει πάνω σε κάτι πολύ σκληρό στον πάτο της θάλασσας. Το πασπατεύει και βλέπει πως είναι πράγματι κάτι σκληρό, σαν πέτρες, τυλιγμένες σε μια σακούλα.

Εκνευρίζεται και μουρμουρίζει :
"Ποιός ηλίθιος πετάει τέτοια πράγματα στην παραλία…”
Και αμέσως διορθώνει : “Στη δική μου παραλία."

“Κι εγώ, έτσι απρόσεκτος που είμαι, κάθε φορά που θα μπαίνω στο νερό, θα σκοντάφτω πάνω στις πέτρες….” 
Αφήνει λοιπόν κάτω τα δίχτυα, σκύβει, πιάνει τη σακούλα και τη βγάζει από το νερό. 
Την αφήνει στην ακροθαλασσιά, και ξαναμπαίνει με τα δίχτυα στο νερό.
Είναι θεοσκότεινα…΄Ισως γι΄αυτό, όπως βγαίνει πάλι από τη θάλασσα, πάλι σκοντάφτει πάνω στη σακκούλα που είναι τώρα έξω, στην παραλία.

Ο ψαράς σκέφτεται:”Δεν είμαι στα καλά μου”.
Βγάζει λοιπόν το σουγιά του, ανοίγει τη σακούλα και ψαχουλεύει. Έχει κάμποσες πέτρες, μεγάλες σαν πορτοκάλια, βαριές και στρογγυλεμένες. 
Ο ψαράς ξανασκέφτεται “μα ποιός είναι αυτός ο ηλίθιος που τυλίγει πέτρες και τις πετάει στο νερό…” 
Ενστικτωδώς, παίρνει μία, τη ζυγίζει στο χέρι του και την πετάει στη θάλασσα.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούει τον θόρυβο της πέτρας που βουλιάζει στα βαθιά. Πλουπ!

Βάζει το χέρι του στη σακούλα, παίρνει άλλη μια πέτρα και την πετάει στο νερό. Ακούει ξανά το πλουπ!

Αυτή την πετάει από την άλλη μεριά, πλαφ! Μετά, αρχίζει να τις εκσφενδονίζει δύο δύο και ακούει πλουπ - πλουπ!
Ύστερα προσπαθεί να τις ρίξει πιο μακριά, και με γυρισμένη την πλάτη, και με όλη του τη δύναμη, πλουπ - πλαφ!….

Διασκεδάζει…ακούει τους διαφορετικούς ήχους, πετάει πέτρες, υπολογίζει το χρόνο που κάνουν να πέσουν στο νερό, και δοκιμάζει…πότε με δύο, πότε με μία, και με κλειστά μάτια τώρα, και με τρεις μαζί…και συνεχίζει να πετάει τις πέτρες στη θάλασσα.

Μέχρι που αρχίζει να βγαίνει ο ήλιος.

Ο ψαράς ψαχουλεύει και βρίσκει μονάχα μία πέτρα μέσα στη σακούλα.

Ετοιμάζεται λοιπόν να την πετάξει πιο μακριά από τις άλλες, γιατί είναι η τελευταία κι εχει ήδη βγει ο ήλιος.

Και όπως τεντώνει το χέρι του προς τα πίσω για να την πετάξει με όλη του τη δύναμη, αρχίζει να φωτίζει ο ήλιος και βλέπει στην πέτρα μια χρυσαφένια μεταλλική λάμψη που του τραβάει την προσοχή.

Ο ψαράς συγκρατεί την παρόρμηση να πετάξει την πέτρα και την κοιτάζει προσεκτικά. 
Η πέτρα αντανακλά τον ήλιο μέσα από τη βρωμιά που την καλύπτει. Την τρίβει ο ψαράς λες κι είναι μήλο πάνω στα ρούχα του, και η πέτρα αρχίζει να λάμπει ακόμη πιο πολύ. Έκπληκτος, τη χτυπάει ελαφρά και αντιλαμβάνεται ότι είναι από μέταλλο. Αρχίζει τότε να την τρίβει και να την καθαρίζει με άμμο και με το πουκάμισό του, και συνειδητοποιεί πως η πέτρα είναι από καθαρό χρυσάφι. 
Μια πέτρα από ατόφιο χρυσάφι σε μέγεθος πορτοκαλιού! Η χαρά του σβήνει, όμως, μόλις σκέφτεται ότι η πέτρα αυτή είναι σίγουρα ίδια με όλες τις άλλες που πέταξε στη θάλασσα.

Και σκέφτεται: “Τι χαζός που ήμουνα!

Είχε στα χέρια του μια σακούλα γεμάτη πέτρες από χρυσό και τις πετούσε στη θάλασσα γιατί του άρεσε να ακούει τον ηλίθιο θόρυβο που έκαναν όταν έπεφταν στο νερό…Αρχίζει τότε να οδύρεται, να κλαίει και να θρηνεί…να λυπάται για τις χαμένες πέτρες…Και να σκέφτεται πως είναι άτυχος, ένας δυστυχισμένος άνθρωπος…είναι τρελλός, είναι ηλίθιος…

Μετά σκέφτεται…Αν έμπαινε στη θάλασσα, αν κατάφερνε να βρει μια στολή δύτη και βούταγε στα βαθιά, αν ήταν μέρα, αν είχε τον εξοπλισμό που έχουν οι δύτες για να ψάξει…
Κι όλο κλαίει γοερά και οδύρεται….

Ο ήλιος έχει πια ανατείλει.

Και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη την πέτρα…συνειδητοποιεί πως, ο ήλιος θα μπορούσε να είχε αργήσει ένα δευτερόλεπτο ακόμη, ή εκείνος θα μπορούσε να είχε ρίξει την πέτρα πιο γρήγορα, και τότε δεν θα είχε μάθει ποτέ για τον θησαυρό που έχει τώρα στα χέρια του.

Αντιλαμβάνεται τελικά ότι κατέχει έναν θησαυρό, κι ότι ο θησαυρός αυτός είναι από μόνος του μια τεράστια περιουσία για έναν φτωχό ψαρά όπως εκείνος.

Αντιλαμβάνεται πόσο τυχερός είναι που μπορεί να κρατήσει τον θησαυρό που έχει ακόμα στα χέρια του.



******************************************************
Μακάρι να μπορούσαμε να είμαστε πάντοτε τόσο σοφοί ώστε, να μην κλαίμε για τις πέτρες, τις ευκαιρίες, που απροετοίμαστοι ίσως τις πετάξαμε, τις χαραμίσαμε, τα πράγματα εκείνα που έφερε η θάλασσα και τα πήρε μετά…

Μακάρι να είμαστε έτοιμοι να δούμε τη λάμψη στις πέτρες που έχουμε στα χέρια μας, και να μπορούμε να τις χαιρόμαστε για την υπόλοιπη ζωή μας.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ 
Ο Δρόμος των Δακρύων Φύλλα Πορείας ΙΙΙ
Like the Post? Do share with your Friends.