Ο Νάρκισσος ήταν, σύμφωνα με τη μυθολογία, ένα όμορφο παλικάρι, γιος της Νύμφης Λειριόπης και του ποταμού Κηφισού.
Τον αγάπησε πολύ μια κοπέλα, η Ηχώ, που οι Μούσες την δίδαξαν άσμα και αυλό.
Η Ηχώ, σε μια περιπλάνησή της στα δάση, είδε και ερωτεύτηκε τον Νάρκισσο.
Προσπάθησε να τον σαγηνέψει με την ομορφιά της, αλλά εκείνος ήταν απορροφημένος από τη δική του ομορφιά.
Χρησιμοποίησε τότε τη φωνή της, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Αυτή η απόρριψη είχε σαν αποτέλεσμα η νύμφη να πέσει σε βαθιά θλίψη, να κρύβεται στα δάση και η φυσική της υπόσταση να εξαφανιστεί σιγά σιγά έτσι, ώστε να μείνει μόνο η φωνή της, που κι αυτή ακόμα ακούγεται σαν επανάληψη λέξεων άλλων.
Έτσι όταν οι θεοί από οίκτο τη μεταμόρφωσαν σε βράχο, διατήρησε την ιδιότητα της επανάληψης των τελευταίων συλλαβών, της όποιας φωνής έφθανε σ΄ αυτόν.
Ο Νάρκισσος ακολούθως τιμωρήθηκε από τους θεούς.
Τον έκαναν να ερωτευθεί την ίδια του τη μορφή.
Άρχισε να θαυμάζει κάθε μέρα τον εαυτό του, μέσα σε νερά πηγών και λιμνών, που τα χρησιμοποιούσε για καθρέπτη.
Κάποια μέρα καθισμένος, ο ωραίος Νάρκισσος κοντά σε μια πηγή είδε το πρόσωπό του στα νερά της πηγής.
Στη θεά αυτή λέγεται πως τόσο πολύ θέλχτηκε, που θέλησε βυθίζοντας το βραχίονά του στο νερό να τη συλλάβει.
Επειδή όμως παρά τις προσπάθειές του δεν το κατόρθωνε παρέμεινε στη θέση αυτή αυτοθαυμαζόμενος, μέχρι που υπέστη μαρασμό και πέθανε.