Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διδακτικές Ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Το διψασμένο περιστέρι


Ένα περιστέρι ήταν τόσο διψασμένο, ώστε πετούσε σαν τρελό εδώ κι εκεί για να βρει λίγο νερό.

Ξαφνικά, είδε σε κάποιο τοίχο ζωγραφισμένο ένα κανάτι και νόμισε πως είναι αληθινό.

Πήρε φόρα λοιπόν κι όρμησε να ξεδιψάσει με το νερό που τάχα ήταν γεμάτη η ζωγραφιά.
Φυσικά, έσκασε στον τοίχο και τραυματίστηκε θανάσιμα.

Λίγο πριν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:

“Τι ατυχία κι αυτή! Απ' την πολλή μου δίψα, ξέχασα, το δύστυχο, πως υπάρχει και θάνατος”.

~~~~~~~~

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Το σαλιγκάρι και ο αητός


Βλέπει μια μέρα ένας περήφανος αετός ένα σαλιγκάρι στην κορφή του Ολύμπου, δεν μπορεί να αντισταθεί στην περιέργεια και το ρωτά;

 - Πώς έφτασες εδώ πάνω; 

 - Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου.





Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

O Φοιτητής και ο Βαρκάρης....


Ήταν μια φορά ένας Ινδός φοιτητής, ο οποίος πλήρωσε έναν βαρκάρη για να τόν μεταφέρει στην απέναντι όχθη, ενός μεγάλου, σε βάθος, και φουσκωμένου, ποταμού.

Ξεκίνησαν μια συζήτηση, καθώς ο νεαρός φοιτητής, κοιτάζοντας ανήσυχος τα φουσκωμένα νερά, μιλούσε στον «ταπεινό» βαρκάρη για τις σπουδές και τα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα!!!

Τότε, ο βαρκάρης ρώτησε:
«Κατά τη διάρκεια των σπουδών σου, έμαθες ποτέ να κολυμπάς;»

«'Οχι», απάντησε ο νέος.

«Κρίμα», είπε ο βαρκάρης, «γιατί η βάρκα βουλιάζει»............



Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

"Καλή τύχη, κακή τύχη! ~~~~


Ζούσε κάποτε σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι ένας γεωργός.
Κάποια μέρα ανακάλυψε ότι η αγελάδα του είχε φύγει από το λιβάδι και εξαφανίστηκε.
Καθώς άρχισε να την ψάχνει, συνάντησε το γείτονά του, που τον ρώτησε πού πήγαινε.
Όταν απάντησε πως χάθηκε η αγελάδα του, ο γείτονας κούνησε το κεφάλι του και είπε:

"Αυτό είναι κακή τύχη!"

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός και συνέχισε το δρόμο του. 

Έξω, πάνω στους λόφους, πέρα από την καλλιεργημένη γη, βρήκε την αγελάδα του να τρώει χορτάρι δίπλα σ' ένα όμορφο άλογο. Κι όταν πήρε την αγελάδα του να γυρίσουν στο σπίτι, το άλογο ακολούθησε πίσω της.

Το άλλο πρωί, ήρθε ο γείτονας του να μάθει για την αγελάδα. Βλέποντας την πάλι στο λιβάδι και δίπλα της ένα όμορφο άλογο, ρώτησε το γεωργό τι συνέβη. Εκείνος του εξήγησε ότι το άλογο ακολούθησε την αγελάδα του στο σπίτι και ο γείτονας του είπε:

"Αυτό είναι καλή τύχη!"

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός και συνέχισε το δρόμο του.

Την επόμενη μέρα, ο γιος του γεωργού γύρισε στο σπίτι με άδεια από το στρατό. Αμέσως, προσπάθησε να καβαλήσει το όμορφο άλογο, αλλά έπεσε στο έδαφος και έσπασε το πόδι του. Περνώντας από εκεί ο γείτονας, για να πάει στην αγορά, είδε τον νεαρό να κάθεται στη βεράντα με το πόδι του σε νάρθηκα, ενώ ο πατέρας του σκάλιζε τον κήπο, και ρώτησε τι έγινε. Όταν άκουσε, κούνησε το κεφάλι του:

"Αυτό είναι κακή τύχη!"

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός και συνέχισε να σκαλίζει τον κήπο του.

Την άλλη μέρα, η μονάδα του παιδιού πέρασε παρελαύνοντας κάτω στο δρόμο. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχε ξεσπάσει πόλεμος και πήγαιναν στο μέτωπο. Ο γιος του γεωργού δεν μπόρεσε να πάει μαζί τους και ο γείτονας, σκύβοντας πάνω από το φράχτη και απευθυνόμενος στο γεωργό, που βρισκόταν στο χωράφι του, σχολίασε ότι, τουλάχιστον, ο πατέρας γλίτωσε από τον κίνδυνο να χάσει το γιο του στον πόλεμο.

"Αυτό είναι καλή τύχη!"

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός και συνέχισε να οργώνει.

Το σούρουπο ο γεωργός και ο γιος του κάθισαν να φάνε το βραδινό τους. Μετά από λίγες μπουκιές, ο γιος κατάπιε ένα κόκαλο από το κοτόπουλο και πέθανε.
Στην κηδεία ο γείτονας έβαλε το χέρι του στον ώμο του γεωργού και είπε λυπημένα.

"Αυτό είναι κακή τύχη!"

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός αφήνοντας ένα μπουκέτο λουλούδια δίπλα στο φέρετρο.

Αργότερα, μέσα στην επόμενη εβδομάδα, ήρθε ο γείτονας να πει στον γεωργό τα νέα, ότι ολόκληρη η μονάδα του γιού του είχε κατακρεουργηθεί.

"Τουλάχιστον, εσύ ήσουν μαζί με το γιο σου, όταν πέθανε..

"Αυτό είναι καλή τύχη!" είπε ο γείτονας.

"Καλή τύχη, κακή τύχη! Ποιός το ξέρει;" απάντησε ο γεωργός και συνέχισε το δρόμο του προς την αγορά.

και πάει λέγοντας.....
Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σαν το γείτονα σ'αυτό το παραμυθάκι.
Κάθε αντίδραση και κάθε κρίση που έχουμε βασίζεται πάνω σ'εκείνο που συμβαίνει σ' ένα ορισμένο σημείο μέσα στην εκτυλισσόμενη ιστορία μας.
Είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός ευλογία ή κατάρα;

Συνήθως αφήνουμε τα συναισθήματά μας να αποφασίσουν.
Αν, όμως με κάποιο τρόπο, ελευθερωνόμασταν από το συναίσθημα - ιδιαίτερα το φόβο, κάθε φορά που εμφανίζεται στη ζωή μας μια αντιξοότητα - τότε δεν θα ονομάζαμε καν αυτό το γεγονός "αντιξοότητα".
Θα το αποκαλούσαμε απλώς "αλλαγή", επειδή αυτό είναι που μας προσφέρει οποιοδήποτε απρόβλεπτο συμβάν ή κατάσταση - το ότι σε κάποιο βαθμό, αλλάζουμε.

(απόσπασμα από το βιβλίο
 "Γιατί σ'εμένα, γιατί αυτό, γιατί τώρα;",
 της Robin Norwood)


Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Η πεταλούδα ψυχή


Τα πολύ παλιά χρόνια, σε μια πόλη μακρινή, ζούσε ένας Σοφός Δάσκαλος με τους μαθητές του. 
Κάποια φορά, ένας από τους καλύτερους μαθητές του αναρωτήθηκε, αν υπήρχε ερώτηση στην οποία ο Δάσκαλος δεν θα μπορούσε να απαντήσει.

Σκέφτηκε λοιπόν να πιάσει μια πεταλούδα με το χέρι του και να ρωτήσει τον δάσκαλό του, τι κρατούσε και αν αυτό που είχε μέσα στον καρπό του ήταν ζωντανό ή νεκρό.


Ήξερε επίσης ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του εύκολα θα εύρισκε την πεταλούδα, αλλά αν ο δάσκαλός του απαντούσε ότι ήταν ζωντανή, τότε θα έσφιγγε το χέρι του και θα σκότωνε την πεταλούδα, για να του αποδείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφός.

Έπιασε λοιπόν μια πεταλούδα και, αφού την έκλεισε στον καρπό του, ρώτησε τον δάσκαλό του.

~ "Δάσκαλε τι κρατώ στο χέρι μου;"

~ "Την ψυχή σου κρατάς νεαρέ μου."

Σκέφτεται ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του έχει δίκιο.

Η πεταλούδα είναι μια ψυχή, που θα μπορούσε να είναι και η δική του.

"Λοιπόν δάσκαλε" , συνεχίζει ο μαθητής , "είναι η ψυχή μου και τι είναι ζωντανή ή νεκρή;" ξαναρωτά ο μαθητής.

Απαντά ο σοφός δάσκαλος λέγοντας:

~"Από το χέρι σου εξαρτάται.....!"

Η τύχη της Ψυχής μας 
εξαρτάται από εμάς!



Η σωτηρία εξαρτάται από εμάς.
Όμηρος (περ. 850 π.χ.)


Πηγή: από το Διαδίκτυο.. 

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Ραντεβού στη Σαμάρα

Ένας μύθος από τη Μέση Ανατολή λέει ότι
είναι στο ριζικό μας να πεθάνουμε μια συγκεκριμένη στιγμή.


Ένας Υπηρέτης ψώνιζε σε ένα παζάρι στη Βαγδάτη, όταν - προς μεγάλο του τρόμο - έπεσε επάνω στον Θάνατο.

Ο Θάνατος τον κοίταξε με τόσο διεισδυτικό βλέμμα, ώστε εκείνος έτρεξε πίσω στον αφέντη του πανικόβλητος και του ζήτησε να του δανείσει ένα άλογο, ώστε να φύγει γρήγορα από τη Βαγδάτη και να φτάσει στη Σαμάρα πριν νυχτώσει. 

Ο Αφέντης του συμφώνησε και ο Υπηρέτης έφυγε καλπάζοντας.


Λίγο αργότερα, ο αφέντης πήγε στο παζάρι και είδε τον Θάνατο, που ακόμη στεκόταν μέσα στο πλήθος. 
Τον ρώτησε, χωρίς φόβο, γιατί είχε τρομοκρατήσει τον υπηρέτη του.

"Ξαφνιάστηκα που τον είδα εδώ", απάντησε ο Θάνατος.
"Έχω ραντεβού μαζί του στη Σαμάρα, απόψε".



Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Τρείς εσείς, τρεις κι΄εμείς, Κύριε ελέησον ημάς!






Η τρίτη πράξη της Λευκορωσικής ταινίας «Παροιμίες και παραβολές 2» που οπτικοποιεί γνωστή ιστορία από το γεροντικό.
Μετάφραση από τα ρωσικά: Ευγενία Τελιζένκο.

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Η πεταλούδα ψυχή




Τα πολύ παλιά χρόνια, σε μια πόλη μακρινή, ζούσε ένας Σοφός Δάσκαλος με τους μαθητές του. 

Κάποια φορά, ένας από τους καλύτερους μαθητές του αναρωτήθηκε, αν υπήρχε ερώτηση στην οποία ο Δάσκαλος δεν θα μπορούσε να απαντήσει.

Σκέφτηκε λοιπόν να πιάσει μια πεταλούδα με το χέρι του και να ρωτήσει τον δάσκαλό του, τι κρατούσε και αν αυτό που είχε μέσα στον καρπό του ήταν ζωντανό ή νεκρό.


Ήξερε επίσης ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του εύκολα θα εύρισκε την πεταλούδα, αλλά αν ο δάσκαλός του απαντούσε ότι ήταν ζωντανή, τότε θα έσφιγγε το χέρι του και θα σκότωνε την πεταλούδα, για να του αποδείξει ότι δεν ήταν και τόσο σοφός.

Έπιασε λοιπόν μια πεταλούδα και, αφού την έκλεισε στον καρπό του, ρώτησε τον δάσκαλό του.

~ "Δάσκαλε τι κρατώ στο χέρι μου;"

~ "Την ψυχή σου κρατάς νεαρέ μου."

Σκέφτεται ο μαθητής ότι ο δάσκαλός του έχει δίκιο.

Η πεταλούδα είναι μια ψυχή, που θα μπορούσε να είναι και η δική του.

"Λοιπόν δάσκαλε" , συνεχίζει ο μαθητής , "είναι η ψυχή μου και τι είναι ζωντανή ή νεκρή;" ξαναρωτά ο μαθητής.

Απαντά ο σοφός δάσκαλος λέγοντας:

~"Από το χέρι σου εξαρτάται.....!"
Η τύχης της Ψυχής μας 
εξαρτάται από εμάς!




Η σωτηρία εξαρτάται από εμάς.

Όμηρος (περ. 850 π.χ.)


Πηγή: από το Διαδίκτυο.. 

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο Τυχερός Αριθμός............ 7

 


Εκείνη τη μέρα, στο πρωινό, ο σερβιτόρος του έφερε ένα δίσκο που, αντί για τις συνηθισμένες έξι φέτες ψωμί που συνόδευαν τη μαρμελάδα του, περιείχε επτά.

Το γεγονός θα είχε βουλιάξει στη λήθη, αν δεν ήταν το εισιτήριο του λεωφορείου που είχε πάρει βγαίνοντας από το σπίτι και είχε αριθμό 07070707.

Ο κύριος Πέρες κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν κάτι περισσότερο από σύμπτωση.
Ήταν κάποιο είδος οιωνού.
Παράξενος οιωνός, κυρίως όταν, με μια ελαφριά άσκηση μνήμης, θυμήθηκε ότι και ο ίδιος είχε γεννηθεί κάποια εβδόμη Ιουλίου.

Για να διώξει αυτές τις παράξενες σκέψεις, άνοιξε την εφημερίδα στην τύχη, όχι συμπτωματικά στη σελίδα 7.

Εκεί, στο κέντρο της σελίδας, βρήκε τη φωτογραφία ενός αλόγου με το περίεργο όνομα «Τυχεροπετάλιππος», που θα αγωνιζόταν με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία της επόμενης μέρας, επτά του μηνός.

Ο κύριος Πέρες μέτρησε τα γράμματα του ονόματος του αλόγου. Ήταν 16, και άθροισε: 1+6=7.

Και, αντανακλαστικά, σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό ως σημάδι ευγνωμοσύνης.

Το επόμενο πρωί πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες του τις καταθέσεις. Επειδή, όμως, του φάνηκαν ισχνές, έβαλε υποθήκη το σπίτι του και κατάφερε να πάρει ένα δάνειο.

Μετά πήρε ένα ταξί του οποίου η πινακίδα τελείωνε, φυσικά, σε επτά. Έφτασε στον ιππόδρομο και στοιχημάτισε όλα του τα χρήματα στο άλογο με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία.
Συμπτωματικά - αν και αυτή τη φορά με δική του παρέμβαση -, στοιχημάτισε τα λεφτά του στο ταμείο επτά.

Μετά, πήγε και κάθισε - θα μπορούσε να ορκιστεί ότι έγινε χωρίς να το επιδιώξει- στη θέση νούμερο επτά, στην έβδομη σειρά. Και περίμενε.

Όταν ξεκίνησε η έβδομη ιπποδρομία, στις κερκίδες ξέσπασε αναστάτωση και οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι, αλλά αυτός παρέμεινε γαλήνιος.

Το άλογο με το νούμερο επτά πήρε το προβάδισμα από το ξεκίνημα και πέρασε μπροστά απ’ τις κερκίδες, ανάμεσα στα χτυπήματα από τα κράνη, το σύννεφο σκόνης και τις κραυγές του πλήθους.

Η κούρσα τελείωσε ακριβώς στις επτά 

και το άλογο με το νούμερο επτά… 

της κούρσας επτά… 

όπως όλα έδειχναν… 

είχε τερματίσει 




έβδομο


Ιστορία από το βιβλίο 
"ΒΑΣΙΣΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ" 
του Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Το βλέμμα του Έρωτα

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ήταν ερωτευμένος με τη Σαμπρίνα, μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής, που την έκανε τελευταία του γυναίκα. 

Ένα απόγευμα, ενώ ο βασιλιάς έλειπε στο κυνήγι, ήρθε ένας αγγελιοφόρος να ειδοποιήσει ότι, η μητέρα της Σαμπρίνας ήταν άρρωστη.

Ο βασιλιάς της είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την προσωπική του άμαξα κι αν παραβίαζε την εντολή του, θα το πλήρωνε με το κεφάλι της.

Ωστόσο, η Σαμπρίνα μπήκε στην άμαξα κι έτρεξε στο πλευρό της μητέρας της.

Οταν γύρισε ο βασιλιάς έμαθε τα καθέκαστα.

Μα δεν είναι θαυμάσια;” είπε.

Αυτό είναι αληθινή αγάπη της κόρης προς τη μητέρα. Δεν την ένοιαξε να διακινδυνεύσει το κεφάλι της για να φροντίσει τη μητέρα της. Είναι υπέροχη!” .

Την άλλη μέρα, ενώ η Σαμπρίνα καθόταν στον κήπο του παλατιού κι έτρωγε φρούτα, ήρθε ο βασιλιάς. 
Τον χαιρέτησε και μετά δάγκωσε το τελευταίο ροδάκινο που είχε το καλάθι.

Φαίνονται γλυκά!” είπε ο βασιλιάς.

Πράγματι” είπε η βασίλισσα.

Και απλώνοντας το χέρι της, έδωσε στον αγαπημένο της το τελευταίο ροδάκινο.


Πόσο με αγαπάει!” σχολίασε ο βασιλιάς.

Στερήθηκε την απόλαυσή της για να μου δώσει εμένα το τελευταίο ροδάκινο του καλαθιού. Δεν είναι καταπληκτική;

Πέρασαν ορισμένα χρόνια και - ποιός ξέρει γιατί - ο έρωτας και το πάθος έσβησαν από την καρδιά του βασιλιά.


Καθόταν μαζί μ’ έναν στενό του φίλο και του έλεγε:
Ποτέ δεν φέρθηκε σαν βασίλισσα. Μια φορά, μάλιστα, παράκουσε τη διαταγή μου να μη χρησιμοποιήσει τη βασιλική άμαξα και θυμάμαι μια μέρα που μου έδωσε να φάω ένα δαγκωμένο φρούτο”.

 ******************************************
Η πραγματικότητα είναι πάντα η ίδια. 
Κι είναι αυτό που είναι.

Ωστόσο, όπως στο παραμύθι, ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύσει μια κατάσταση με τον έναν τρόπο ή με ακριβώς τον αντίθετο, ανάλογα με την ψυχική διάθεση που έχει εκείνη τη στιγμή.


Πρόσεχε τι αντιλαμβάνεσαι… 

Αν ό,τι βλέπεις, ταιριάζει “γάντι” 
με την πραγματικότητα 
που περισσότερο σε βολεύει. τότε

ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ !!!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

"Ο γέρος και η ευτυχία ".....


Σ' ένα χωριό ζούσε ένας γέρος και θεωρούσε πως ήταν από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους του κόσμου. 
Όλο το χωριό τον απέφευγε. 
Πάντα ήταν σκυθρωπός, πάντα είχε παράπονα, πάντα με κακή διάθεση…

Όσο περισσότερο ζούσε, τόσο πιο πικρόχολος γινόταν, τόσο περισσότερο φαρμάκι είχαν τα λόγια του. 
Όμως μια φορά, όταν έγινε ογδόντα ετών, συνέβηκε το απίστευτο.

Η φήμη στιγμιαίως διαδόθηκε σ' όλο το χωριό:
"Ο γέρος είναι ευτυχισμένος, δεν παραπονιέται πια, χαμογελάει, άλλαξε και το πρόσωπό του, έγινε αγνώριστος".

Τότε μαζεύτηκε όλο το χωριό και ρώτησέ το γέρο:
- "Τι έγινε; Τι έπαθες;"

- "Τίποτα", απάντησε ο γέρος, "ογδόντα χρόνια προσπαθούσα να γίνω ευτυχισμένος και δε μου βγήκε.
Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να ζήσω χωρίς ευτυχία. 
Γι' αυτό και είμαι ευτυχισμένος".


Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

"Το μαγαζί της Αλήθειας"


"Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης.
Είχε χρόνο και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.

Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή.

Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι...
Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ' ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:

 "Το μαγαζί της Αλήθειας"

Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος.

Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν. 

Μπήκε.

Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε: 
"Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;"

"Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;"

Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια.
Ποτέ δεν είχε φανταστεί οτι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.
Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.

"Θέλω πλήρη αλήθεια" αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση. 
"Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες" σκέφτηκε 
"Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες."
"Απόλυτη αλήθεια" διόρθωσε.

"Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με."

Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε: "Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει."

Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.

"Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια."

"Αχα. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;"

"Όχι. Πόσο κοστίζει;" αποκρίθηκε τυπικά.

 Στην πραγματικότητα ήξερε οτι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.

"Για όλη την αλήθεια", είπε ο πωλητής "το αντίτιμο είναι οτι ποτέ πιά δε θα έχετε την ησυχία σας."

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
"Ε..ευχαριστώ... Συγνώμη..." ψέλλισε. 

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος, όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...

"Ίσως αργότερα..." σκέφτηκε.

 ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ – JORGE BUCAY


Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ο Κύκλος του 99

 



Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.

Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς.
Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.

Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
- Ποιό είναι το μυστικό σου;

- Ποιό μυστικό Μεγαλειότατε;

- Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.

- Μα…δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.

-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.

- Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.

- Και πως τα καταφέρνεις, βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος;
 Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.

- Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. 
Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας.
Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;

- Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.

- Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.

- Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη. 

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.

Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. 
Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

- Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;

- Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.

- Έξω από που;

-Μα από τον κύκλο.

- Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;

- Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.

- Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;

- Ακριβώς βασιλιά μου.

- Και πως βγήκε;

- Δεν μπήκε ποτέ.

- Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;

- Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.

- Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος;

- Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.

- Δηλαδή τι θα κάνεις;

- Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.

- Πώς δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.

 - Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.

 -Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν?

 - Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει. 

- Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί;

- Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγεί από τον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.

-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?

 -Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήντα εννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο. 

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μύνημα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. 
ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. 
ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ. 


Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυό φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. 
Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο.
Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγγί.
Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.
Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του.

Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατακοπεύσουν. 
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. 
Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο.
Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. 
Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. 
Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. 

Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.
Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. 
Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. 
Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. 
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. 
Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι…
Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. 
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ…που είναι το τελευταίο;
 Ξαναμετρά μία μία τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. 
Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. 
Η τελευταία κολώνα ελλειμματική!
Μόνο εννέα φλουριά! Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… 
Τίποτα. 
Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.
Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

- Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. 
Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. 

- Με λήστεψαν! 
- Αλήτες! 
- Κερατάδες! 
- Με κλέψανε!

Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. 
Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. 
Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. 
Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. 
Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. 

Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά… συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας… συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. 
Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. 
Τώρα μου λείπει ένα. 

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. 

Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. 
Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα.

Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς. 
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί;
Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.

Μετά όμως μεγάλε…άραγμα. 
Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει.

Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου!

Τελείωσε τους υπολογισμούς του.
Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

- Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. 
Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. 
Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυό τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια.
Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.

Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. 
Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει.
Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; 
Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω…
Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. 

Σε δυό χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά…ποιός μας πιάνει μετά.
Θα είμαστε πλούσιοι.
Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε.
Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά… 

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. 

Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. 

Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

- Μα καλά, τι έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.

- Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;

- Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;

 - Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι.
Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του.
Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. 
Ανακάθησε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ.

Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: 
"Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει…
Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού; 
Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενηντα εννιά; 
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι; 
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια."

Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. 
Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. 
Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. 
Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε.
Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι. Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι .. 


από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, 
«Να σου πω μια Ιστορία»



Like the Post? Do share with your Friends.