Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χόρχε Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χόρχε Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η Αληθινή αξία του δαχτυλιδιού


Ήταν κάποτε ένα παιδί, που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού:

“Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος, που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. 
Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;”

Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:

“Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..” και ύστερα από μια παύση συνέχισε:
“Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.”

“Ε…μετά χαράς, δάσκαλε” είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.

“Ωραία” συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι, που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας:
”Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.”

Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. 
Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.

Όταν το παιδί έλεγε “ένα χρυσό φλουρί” άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός, για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι, ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. 

Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.

Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά - και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα - , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.

Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. 
Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.

Μπήκε μέσα στην κάμαρη.

“Δάσκαλε” είπε, “λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.”

“Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε” απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. “Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει.Ομως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.”

Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι.

Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:

“Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.”

“Πενήντα οχτώ χρυσά;” φώναξε το παιδί.

“Ναι” απάντησε ο κοσμηματοπώλης. “Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…”

Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.

“Κάθισε” του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. 
“Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. 
Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. 
Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. 
Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί, ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;”

Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.





(Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία”)

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ο Τυχερός Αριθμός............ 7

 


Εκείνη τη μέρα, στο πρωινό, ο σερβιτόρος του έφερε ένα δίσκο που, αντί για τις συνηθισμένες έξι φέτες ψωμί που συνόδευαν τη μαρμελάδα του, περιείχε επτά.

Το γεγονός θα είχε βουλιάξει στη λήθη, αν δεν ήταν το εισιτήριο του λεωφορείου που είχε πάρει βγαίνοντας από το σπίτι και είχε αριθμό 07070707.

Ο κύριος Πέρες κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν κάτι περισσότερο από σύμπτωση.
Ήταν κάποιο είδος οιωνού.
Παράξενος οιωνός, κυρίως όταν, με μια ελαφριά άσκηση μνήμης, θυμήθηκε ότι και ο ίδιος είχε γεννηθεί κάποια εβδόμη Ιουλίου.

Για να διώξει αυτές τις παράξενες σκέψεις, άνοιξε την εφημερίδα στην τύχη, όχι συμπτωματικά στη σελίδα 7.

Εκεί, στο κέντρο της σελίδας, βρήκε τη φωτογραφία ενός αλόγου με το περίεργο όνομα «Τυχεροπετάλιππος», που θα αγωνιζόταν με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία της επόμενης μέρας, επτά του μηνός.

Ο κύριος Πέρες μέτρησε τα γράμματα του ονόματος του αλόγου. Ήταν 16, και άθροισε: 1+6=7.

Και, αντανακλαστικά, σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό ως σημάδι ευγνωμοσύνης.

Το επόμενο πρωί πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες του τις καταθέσεις. Επειδή, όμως, του φάνηκαν ισχνές, έβαλε υποθήκη το σπίτι του και κατάφερε να πάρει ένα δάνειο.

Μετά πήρε ένα ταξί του οποίου η πινακίδα τελείωνε, φυσικά, σε επτά. Έφτασε στον ιππόδρομο και στοιχημάτισε όλα του τα χρήματα στο άλογο με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία.
Συμπτωματικά - αν και αυτή τη φορά με δική του παρέμβαση -, στοιχημάτισε τα λεφτά του στο ταμείο επτά.

Μετά, πήγε και κάθισε - θα μπορούσε να ορκιστεί ότι έγινε χωρίς να το επιδιώξει- στη θέση νούμερο επτά, στην έβδομη σειρά. Και περίμενε.

Όταν ξεκίνησε η έβδομη ιπποδρομία, στις κερκίδες ξέσπασε αναστάτωση και οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι, αλλά αυτός παρέμεινε γαλήνιος.

Το άλογο με το νούμερο επτά πήρε το προβάδισμα από το ξεκίνημα και πέρασε μπροστά απ’ τις κερκίδες, ανάμεσα στα χτυπήματα από τα κράνη, το σύννεφο σκόνης και τις κραυγές του πλήθους.

Η κούρσα τελείωσε ακριβώς στις επτά 

και το άλογο με το νούμερο επτά… 

της κούρσας επτά… 

όπως όλα έδειχναν… 

είχε τερματίσει 




έβδομο


Ιστορία από το βιβλίο 
"ΒΑΣΙΣΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ" 
του Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Το βλέμμα του Έρωτα

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ήταν ερωτευμένος με τη Σαμπρίνα, μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής, που την έκανε τελευταία του γυναίκα. 

Ένα απόγευμα, ενώ ο βασιλιάς έλειπε στο κυνήγι, ήρθε ένας αγγελιοφόρος να ειδοποιήσει ότι, η μητέρα της Σαμπρίνας ήταν άρρωστη.

Ο βασιλιάς της είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιεί την προσωπική του άμαξα κι αν παραβίαζε την εντολή του, θα το πλήρωνε με το κεφάλι της.

Ωστόσο, η Σαμπρίνα μπήκε στην άμαξα κι έτρεξε στο πλευρό της μητέρας της.

Οταν γύρισε ο βασιλιάς έμαθε τα καθέκαστα.

Μα δεν είναι θαυμάσια;” είπε.

Αυτό είναι αληθινή αγάπη της κόρης προς τη μητέρα. Δεν την ένοιαξε να διακινδυνεύσει το κεφάλι της για να φροντίσει τη μητέρα της. Είναι υπέροχη!” .

Την άλλη μέρα, ενώ η Σαμπρίνα καθόταν στον κήπο του παλατιού κι έτρωγε φρούτα, ήρθε ο βασιλιάς. 
Τον χαιρέτησε και μετά δάγκωσε το τελευταίο ροδάκινο που είχε το καλάθι.

Φαίνονται γλυκά!” είπε ο βασιλιάς.

Πράγματι” είπε η βασίλισσα.

Και απλώνοντας το χέρι της, έδωσε στον αγαπημένο της το τελευταίο ροδάκινο.


Πόσο με αγαπάει!” σχολίασε ο βασιλιάς.

Στερήθηκε την απόλαυσή της για να μου δώσει εμένα το τελευταίο ροδάκινο του καλαθιού. Δεν είναι καταπληκτική;

Πέρασαν ορισμένα χρόνια και - ποιός ξέρει γιατί - ο έρωτας και το πάθος έσβησαν από την καρδιά του βασιλιά.


Καθόταν μαζί μ’ έναν στενό του φίλο και του έλεγε:
Ποτέ δεν φέρθηκε σαν βασίλισσα. Μια φορά, μάλιστα, παράκουσε τη διαταγή μου να μη χρησιμοποιήσει τη βασιλική άμαξα και θυμάμαι μια μέρα που μου έδωσε να φάω ένα δαγκωμένο φρούτο”.

 ******************************************
Η πραγματικότητα είναι πάντα η ίδια. 
Κι είναι αυτό που είναι.

Ωστόσο, όπως στο παραμύθι, ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύσει μια κατάσταση με τον έναν τρόπο ή με ακριβώς τον αντίθετο, ανάλογα με την ψυχική διάθεση που έχει εκείνη τη στιγμή.


Πρόσεχε τι αντιλαμβάνεσαι… 

Αν ό,τι βλέπεις, ταιριάζει “γάντι” 
με την πραγματικότητα 
που περισσότερο σε βολεύει. τότε

ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ !!!

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

"Το μαγαζί της Αλήθειας"


"Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης.
Είχε χρόνο και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.

Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή.

Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι...
Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ' ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε:

 "Το μαγαζί της Αλήθειας"

Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος.

Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν. 

Μπήκε.

Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε: 
"Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;"

"Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;"

Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια.
Ποτέ δεν είχε φανταστεί οτι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο.
Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.

"Θέλω πλήρη αλήθεια" αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση. 
"Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες" σκέφτηκε 
"Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες."
"Απόλυτη αλήθεια" διόρθωσε.

"Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με."

Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε: "Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει."

Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.

"Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια."

"Αχα. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;"

"Όχι. Πόσο κοστίζει;" αποκρίθηκε τυπικά.

 Στην πραγματικότητα ήξερε οτι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.

"Για όλη την αλήθεια", είπε ο πωλητής "το αντίτιμο είναι οτι ποτέ πιά δε θα έχετε την ησυχία σας."

Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
"Ε..ευχαριστώ... Συγνώμη..." ψέλλισε. 

Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος, όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...

"Ίσως αργότερα..." σκέφτηκε.

 ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ – JORGE BUCAY


Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Η πρόκληση των εφτά Α



Όπως ο Ηρακλής, ο ήρωας της μυθολογίας μας, έτσι και ο άνθρωπος που αναζητά, θα πρέπει να ξεπεράσει εφτά εμπόδια, αν θέλει να βαδίσει προς τη σωστή κατεύθυνση.


Έχει εφτά δοκιμασίες να περάσει, εφτά μαθήματα να μάθει, εφτά προκλήσεις, ώσπου να φτάσει στην αλήθεια.


Για να μην ξεχάσω, ορίζω κάθε έναν απ΄αυτούς τους “άθλους” με το γράμμα Α.


1. Η πρόκληση του ΑΜΕΣΟΥ.
2. Η πρόκληση της ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ.
3. Η πρόκληση της ΑΠΟΔΟΧΗΣ.
4. Η πρόκληση της ΑΡΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ.
5. Η πρόκληση της ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ.
6.Η πρόκληση της ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΕΙΣ.
7. Η πρόκληση της ΑΓΑΠΗΣ.


Η πρόκληση του ΑΜΕΣΟΥ.


Όταν είσαι άνθρωπος που αναζητά, μαθαίνεις να έρχεσαι σε επαφή με την αληθινή ζωή και δεν ζεις αφηρημένος, αδιάφορος ή οκνηρός.

Το παρελθόν και το μέλλον αποτελούν δύο φανταστικούς κόσμους προς τους οποίους μπορούμε πάντοτε να δραπετεύουμε. Είναι εκεί, διαθέσιμοι, κρυμμένοι μέσα στις αναμνήσεις και τα όνειρα.



Ο άθλος έγκειται στο να τους διατηρήσουμε και να τους τιμήσουμε, χωρίς να τρέξουμε να χωθούμε στην αγκαλιά τους, καθώς δεν είναι κόσμοι άνετοι, αλλά προβλέψιμοι και μακρινοί. 
  • Να ζει στο παρόν, αυτή είναι η πρώτη δοκιμασία που πρέπει να περάσει ο άνθρωπος που αναζητά.
  • Να ζει με αφοσίωση, έντονα, αληθινά.
  • Αν πας να χορέψεις, χόρεψε με όλο σου το είναι ή μη χορέψεις καθόλου. 
  • Κι αν αγαπάς, αγάπα εντελώς ή μην αγαπάς καθόλου
  • Αν αποφασίσεις να μείνεις εδώ, μείνε εδώ. 
  • Αν φύγεις, όμως, φύγε μια και καλή. 
Μη μένεις στη μέση, μην προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να σε θυμούνται, όταν εσύ δεν είσαι εκεί.

Ο άνθρωπος της αναζήτησης, ό,τι κάνει το κάνει με ένταση και όσο καλύτερα μπορεί.

Ό,τι απορρίπτει, όμως - για οποιονδήποτε λόγο: πίεση, αγωνία ή άγχος - , το εγκαταλείπει χωρίς να προσπαθήσει να επωφεληθεί. 


Δεν τον ενδιαφέρει πια αυτό που αφήνει πίσω του, δεν το ξαναχρησιμοποιεί ούτε το υπολογίζει, διαφορετικά θα ήταν σαν να του άνοιγε το δρόμο της επιστροφής.


Όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο άθλος, δεν θα λέει:
Ναι, αλλά κάποτε… 
Είναι επειδή χτες…
Ποτέ δεν κατάφερε να …


Και θα πρέπει να ξεχάσει τις φράσεις:


Θα το κάνω αύριο, 
Θ’ αγαπήσω αύριο, 
Αύριο θα κόψω το κάπνισμα, 
Αύριο αρχίζω δίαιτα.


Όποιος θέλει να κάνει κάτι ….απλώς αναρωτιέται: 


Γιατί αύριο; Γιατί όχι τώρα; Γιατί το αναβάλλω;


Οι αναβολές, τις περισσότερες φορές, είναι ένα κόλπο του μυαλού μας, για να φορτώσουμε στο χρόνο όσα δεν αποφασίζουμε να αντιμετωπίσουμε.


“Κάποιοι είναι πρόθυμοι να κάνουν οτιδήποτε, εκτός απ΄το να ζουν εδώ και τώρα”, Τζον Λένον.


Όταν θα έχει πια τελειώσει η δοκιμασία, η ζωή θα έχει ρίξει άγκυρα γερά στο εδώ και τώρα, θα έχει μεταλλαχθεί σε φυσική γνώση και θα έχει αρχίσει να παίρνει νέες διαστάσεις.

Τότε, ο άνθρωπος που αναζητά θα ανακαλύψει ότι, δεν είναι περιορισμένος να κάνει μόνο όσα έμαθε, ή όσα του είπαν πως πρέπει να κάνει, και θα πάψει ν΄αναζητά δικαιολογίες στο παρελθόν του, στα βάσανά του, στους πόνους και στις απώλειές του.



Θα ξέρει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να φτάσει πουθενά, ούτε να πετύχει αυτός, όσα άλλοι θα ήθελαν να πετύχουν, για το δικό τους μέλλον.


Σ΄αυτή τη φάση, ο άνθρωπος που αναζητά μαθαίνει αυτό που ονομάζεται: “ύψιστη ανακάλυψη της υγείας”.

Μπορεί να μπει και να βγει απ΄οτιδήποτε:
...από κάθε κατάσταση, από κάθε ιδέα, σε κάθε στιγμή, αν αυτή είναι η απόφασή του.


Κι έτσι, ξέροντας πια πόσο πονάει η ανάμνηση, βεβαιώνεται ότι ο πόνος δεν εμποδίζει την πορεία, και καταλαβαίνει για πρώτη φορά ότι:


ΕΙΜΑΣΤΕ τρωτοί, αλλά όχι κι εύθραυστοι.

Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η μεγάλη μας δύναμη!!!


Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ 
"Από την Άγνοια στη Σοφία"


Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ο Κύκλος του 99

 



Ζούσε κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος που είχε έναν υπηρέτη χαρούμενο και αισιόδοξο.

Κάθε πρωί ξυπνούσε τον βασιλιά πηγαίνοντας του το πρόγευμα, τραγουδούσε χαρούμενα στιχάκια, του έκανε αστείους μορφασμούς.
Στο κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αλλά και όλη του η ζωή ήταν ήρεμη και ευτυχισμένη.

Κάποια μέρα ο βασιλιάς δεν άντεξε και τον ρώτησε:
- Ποιό είναι το μυστικό σου;

- Ποιό μυστικό Μεγαλειότατε;

- Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Ποιό είναι το μυστικό της χαράς σου. Λέγε γρήγορα.

- Μα…δεν υπάρχει μυστικό Μεγαλειότατε.

-Πως τολμάς να λες ψέμματα σ´εμένα. Έχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές, από ένα ψέμα.

- Πιστέψτε με Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ, δεν σας κρύβω τίποτα. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό.

- Και πως τα καταφέρνεις, βρε ανόητε και είσαι όλη την μέρα τόσο κεφάτος;
 Σε έχω παρακολουθήσει, σε βλέπω. Όλο χαχαχού και αστεία είσαι.

- Μα Μεγαλειότατε, η ζωή ήταν τόσο γενναιόδωρη μαζί μου. Η Λαμπροσύνη σας με τιμά και με έχει στην υπηρεσία της. Με την γυναίκα μου και τα παιδιά μου μένουμε σ´ένα ωραίο σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. 
Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή για όλους μας, δωρεάν εκπαίδευση στα παιδιά μου, επί πλέον δε, η Μεγαλειότητα σας μου πληρώνει και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα, που ικανοποιεί τις μικροεπιθυμίες μας.
Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;

- Άκου, ηλίθιες δικαιολογίες έχω χορτάσει από τους συμβούλους μου. Αν δεν μου πεις το μυστικό της χαράς σου, η υπομονή μου θα εξαντληθεί και μαζί της και το κεφάλι στους ώμους σου. Είναι αδύνατον να είναι κάποιος ευτυχισμένος με αυτά που μου παρέθεσες.

- Μα Βασιλιά μου σας παρακαλώ πιστέψτε με. Δεν σας κρύβω κάτι. Πως θα μπορούσα άλλωστε. Δεν υπάρχει μυστικό.

- Χάσου από μπροστά μου ηλίθιε, πριν φωνάξω το δήμιο. Γελοίε. Καραγκιόζη. 

Ο υπηρέτης χαμογέλασε, έκανε μια βαθειά υπόκλιση, και βγήκε από το δωμάτιο.

Τον βασιλιά όμως, δεν τον χωρούσε ο τόπος. 
Του φαινόταν τόσο παράλογο ο βαλές του να είναι τόσο ευτυχισμένος, ζώντας σε δανεικό σπίτι, τρώγοντας από τα περισσεύματα των αυλικών, φορώντας ρούχα από δεύτερο χέρι. Αφού κατάφερε κάπως να ηρεμήσει, φώναξε τον πιο σοφό σύμβουλό του και του διηγήθηκε την συζήτηση και την απορία του.

- Πες μου γέροντα, γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;

- Α, Μεγαλειότατε, επειδή προφανώς βρίσκεται έξω από τον κύκλο.

- Έξω από που;

-Μα από τον κύκλο.

- Γι’ αυτό είναι ευτυχισμένος;

- Όχι μεγαλειότατε, γι αυτό δεν είναι δυστυχισμένος.

- Δεν καταλαβαίνω γέροντα. Δηλαδή όποιος είναι στον κύκλο είναι δυστυχής; Εγώ είμαι δυστυχής διότι είμαι μέσα στον κύκλο;

- Ακριβώς βασιλιά μου.

- Και πως βγήκε;

- Δεν μπήκε ποτέ.

- Βάλθηκες να με τρελάνεις κι εσύ γέροντα. Τι στην οργή κύκλος είναι αυτός και γιατί μας προκαλεί θλίψη;

- Είναι ο κύκλος του ενενήντα εννέα.

- Και πως λειτουργεί αυτός ο διαολόκυκλος;

- Μεγαλειότατε είναι δύσκολο να σας τον εξηγήσω με λόγια, μπορώ όμως να σας τον δείξω στην πράξη.

- Δηλαδή τι θα κάνεις;

- Αν μου επιτρέψετε θα βάλω τον υπηρέτη σας στον κύκλο.

- Πώς δηλαδή, θα τον σπρώξεις; είπε ο βασιλιάς κοροϊδευτικά.

 - Δεν θα χρειαστεί βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.

 -Και καλά, όταν μπεί δεν θα δει ότι αυτό τον έκανε δυστυχισμένο, ώστε να βγεί κατ´ευθείαν?

 - Θα το αντιληφθεί, αλλά δεν θα θέλει να φύγει. 

- Δηλαδή μου λες ότι θα καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει, αλλά παρ´όλα αυτά θα μπεί οικιοθελώς και δεν πρόκειται να ξαναβγεί;

- Ακριβώς Μεγαλειότατε. Κανένας δεν θέλει να βγεί από τον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Όσο και αν τον κάνει δυστυχισμένο. Θα μάθεις λοιπόν πως λειτουργεί ο κύκλος, αλλά εσύ θα χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη και το παλάτι έναν χαρούμενο άνθρωπο.

-Δεν με νοιάζει. Τι πρέπει να κάνουμε? Πότε ξεκινάμε?

 -Σήμερα το βράδυ βασιλιά μου. Θα περάσω να σε πάρω. Θα έχεις ετοιμάσει ένα σακί με ενενήντα εννέα φλουριά. Ούτε ένα περισσότερο, ούτε ένα λιγότερο. 

Πράγματι, την νύχτα ο σοφός πέρασε να πάρει τον βασιλιά. Πήγαν μαζί στο σπιτάκι του υπηρέτη, στην άκρη της αυλής του παλατιού, κρύφτηκαν και περίμεναν να ξημερώσει. Μόλις αχνοφέγγισε και άναψε στο δωμάτιο ένα κερί, ο σοφός έβαλε στο σακούλι ένα μύνημα που έλεγε:

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ. 
ΕΙΝΑΙ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ. 
ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ. 


Έδεσε το σακί στην πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε δυό φορές και έτρεξε να ξανακρυφτεί. 
Όταν υπηρέτης βγήκε ξαφνιασμένος, ο βασιλιάς παρακολουθούσε πίσω από έναν θάμνο.
Τον είδε να διαβάζει το μήνυμα και να ανοίγει το πουγγί.
Είδε την έκπληξη στο πρόσωπό του, το αρχικό φόβο, την καχύποπτη, ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω.
Τον είδε να σφίγγει το πουγκί στην αγκαλιά του, να ανοίγει το πουκάμισο και να το βάζει στο στήθος του, να χώνεται γρήγορα σπίτι του.

Μόλις άκουσαν την κλειδαριά να διπλοαμπαρώνει, ο βασιλιάς με τον σοφό πλησίασαν στο παράθυρο για να κατακοπεύσουν. 
Ο υπηρέτης είχε ρίξει στο πάτωμα τα πιατικά που ήσαν στο τραπέζι, αφήνοντας μόνο το κερί. 
Καθισμένος σε μια καρέκλα άδειαζε το περιεχόμενο.
Τα μάτια ήταν γουρλωμένα, κόντευαν να βγουν έξω από τις κόγχες. Ήταν φανερό δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. 
Ένα βουνό από χρυσά φλουριά. 
Ένας θησαυρός. Όλος δικός του. 

Αυτός που δεν είχε ποτέ ως τώρα στην ζωή ακουμπήσει έστω ένα χρυσό φλουρί, τώρα είχε ένα μικρό βουνό από αυτά. Δικά του.
Άρχισε να τα χαζεύει και να τα κάνει στοίβες. 
Τα κοίταζε πως άστραφταν στο φως του κεριού και χαζογελούσε. 
Τα συγκέντρωνε, τα σκόρπιζε για να ακούει το κουδούνισμά τους. Και όλο χαμογελούσε. 
Παίζοντας άρχισε να τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. 
Μια δεκάδα, δύο δεκάδες, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι…
Ταυτόχρονα έκανε και το άθροισμα. 
Πενήντα, εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα, εκατ…που είναι το τελευταίο;
 Ξαναμετρά μία μία τις στοίβες να βρει το λάθος, τίποτα. 
Τα στήνει σε κολώνες, την μία δίπλα στην άλλη, μήπως κάποια προεξέχει… Τίποτα. 
Η τελευταία κολώνα ελλειμματική!
Μόνο εννέα φλουριά! Κοιτάζει ερευνητικά το τραπέζι, σηκώνει το κερί, γυρίζει το μέσα έξω στο σακούλι… 
Τίποτα. 
Γονατίζει και αρχίζει να ψάχνει στο πάτωμα.
Δεν μπορεί τα φλουριά ΕΠΡΕΠΕ να είναι εκατό.

- Δεν είναι δυνατόν, μονολογούσε όσο έψαχνε. 
Κάπου πρέπει να μου έπεσε… κάπου πρέπει να είναι. 

- Με λήστεψαν! 
- Αλήτες! 
- Κερατάδες! 
- Με κλέψανε!

Γονατισμένος κοιτούσε πάνω στο τραπέζι, έβλεπε τις κολώνες με τα φλουριά και αισθανόταν πως κάτι του είχε διαφύγει. 
Δεν μπορεί, κάπου έκανε λάθος. 
Αδύνατον η μία κολώνα να είναι κουτσή. 
Αλλά το φλουρί που έλειπε, πουθενά. 
Τελικά σαν να το πήρε απόφαση. 

Ενενήντα εννέα φλουριά, είναι πολλά λεφτά… συλλογίστηκε. Μπορώ να ζήσω την υπόλοιπη ζωή σαν άρχοντας… συνέχισε. Αλλά δεν είναι στρογγυλός αριθμός, ρε γαμώτο. 
Το εκατό, μάλιστα, είναι στρογγυλός αριθμός. 
Τώρα μου λείπει ένα. 

Ο βασιλιάς και ο σοφός σύμβουλος κοιτούσαν από το παράθυρο. 

Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν το ίδιο. 
Ήταν σκεπτικός, σκυθρωπός με χείλη στενά, τραβηγμένα. Με μάτια μισόκλειστα έξυνε το κεφάλι του. Κάτι σκεπτόταν. Μάζεψε τα φλουριά στο σακούλι και κοιτάζοντας καχύποπτα ολόγυρα, το έκρυψε προσεκτικά, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε πίσω από ένα σωρό καυσόξυλα.

Ύστερα πήρε χαρτί και μολύβι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς. 
Πόσο καιρό πρέπει να κάνω οικονομίες, ώστε να αποκτήσω και το εκατοστό φλουρί;
Ο υπηρέτης μιλούσε μόνος, παραμιλούσε ασυναίσθητα. Θα βρω και δεύτερη δουλειά, θα δουλέψω σκληρά για ένα διάστημα, μέχρι να το κερδίσω.

Μετά όμως μεγάλε…άραγμα. 
Ναι, με εκατό φλουριά, μπορεί ένας άνθρωπος να μην δουλεύει.

Μπορεί να ζει δίχως σκοτούρες. Είσαι πλούσιος! Είσαι άρχοντας! Δεν υπάρχει λόγος να δουλεύεις. αγόρι μου!

Τελείωσε τους υπολογισμούς του.
Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην άκρη όλο το μηνιάτικο του και ότι έξτρα χρήματα έπαιρνε, σε πέντε το πολύ έξι χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό φλουρί.

- Έξι χρόνια είναι πάρα πολλά, μονολόγησε. Θα μπορούσα όμως να βάλω και την γυναίκα μου να δουλέψει. Κάποια δουλειά θα βρει να κάνει στην πολιτεία. 
Θα μπορούσε να καθαρίζει σπίτια. 
Αλλά κι εγώ, πέντε η ώρα τελειώνω από το παλάτι. Μπορώ να κάνω το βοηθό σε κανένα μάστορα, δυό τρεις ώρες μέχρι να νυχτώσει.

Ξαναπιάνει το μολύβι και αρχίζει πάλι τους υπολογισμούς. Με την έξτρα δουλειά τη δική του και την συνεισφορά της γυναίκας του θα μάζευε τα χρήματα για το φλουρί σε τρία χρόνια.
Εξακολουθούσε να είναι πολύς, πολύς καιρός.

Ίσως θα μπορούσαμε να κάνουμε και κάποιες οικονομίες. Να πουλήσουμε ας πούμε λίγο από το φαγητό. 
Έτσι κι αλλιώς το πολύ φαί, κακό κάνει. Άσε που μια και είναι τζάμπα, τό´χουμε παρακάνει.
Και τα χειμωνιάτικα παπούτσια. Τι χρειάζονται; 
Μπαίνει η Άνοιξη. Έρχονται ζέστες. Και τα επανωφόρια μπορώ να το πουλήσω. Να πουλήσω… Να πουλήσω…
Πρέπει να γίνουν θυσίες. Άλλωστε θα πιάσουν τόπο. 

Σε δυό χρονάκια το πολύ θα αγοράσουμε το φλουρί που μας λείπει και μετά…ποιός μας πιάνει μετά.
Θα είμαστε πλούσιοι.
Ότι μας γυαλίζει θα το αγοράζουμε.
Αυτό είναι. Δύο χρόνια στο τούνελ και μετά… 

Ο βασιλιάς και ο σύμβουλος γύρισαν στο παλάτι. 

Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννέα.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνο το πρωινό. Δούλευε πολύ, κουραζόταν, κακοκοιμόταν, αλλά επέμενε στην απόφασή του. 

Ένα πρωινό, μπήκε με το πρωινό στο δωμάτιο του βασιλιά, αργός, κακόκεφος, αμίλητος, όπως συνήθιζε τελευταία.

- Μα καλά, τι έπαθες εσύ, ρωτά τάχα ανήξερος ο βασιλιάς.

- Μια χαρά είμαι Μεγαλειότατε. Θέλετε τίποτε άλλο;

- Μέρες έχω να σ´ακούσω να τραγουδάς. Σου συμβαίνει κάτι;

 - Αν δεν κάνω λάθος, η δουλειά μου είναι σας σερβίρω και να σας βοηθώ να ντυθείτε. Δεν κάνω τη δουλειά μου; Την κάνω και μάλιστα άψογα, συνέχισε. Δεν με προσλάβατε για γελωτοποιό ούτε για τραγουδιστή.

Μετά από μερικούς μήνες, ο βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη από το παλάτι.
Δεν είναι ευχάριστο να περιβάλλεσαι από κακόκεφους, μουρτζούφληδες υπαλλήλους.
Ο ασπρομάλλης ψυχαναλυτής έκανε μια παύση και κοίταξε προσεκτικά τον ασθενή του.
Προσπάθησε να διαβάσει τα συναισθήματα από την ιστορία στο πρόσωπό του. 
Ανακάθησε στην πολυθρόνα του, πήρε το ποτήρι δίπλα του και ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά σακέ.

Καθάρισε την φωνή του και συνέχισε: 
"Βλέπεις Ντεμιάν, εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε εκπαιδευθεί σ´αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να νιώσουμε ικανοποιημένοι, και δυστυχώς μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις όσα έχεις. Γι αυτό, μάθαμε πως τάχα η ευτυχία θα έλθει όταν ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει…
Και επειδή πάντα κάτι λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ την ζωή…
Τι θα συνέβαινε όμως, αν η φώτιση ερχόταν στις ζωές μας και αντιλαμβανόμαστε, έτσι ξαφνικά, ότι τα ενενήντα εννιά φλουριά μας είναι το 100% του θησαυρού; 
Ότι δεν μας λείπει τίποτα, κανένας δεν μας έκλεψε τίποτα, το εκατό δεν είναι καθόλου πιο στρογγυλός αριθμός από το ενενηντα εννιά; 
Ότι αυτό, είναι μόνο μια παγίδα, ένα καρότο που έβαλαν μπροστά μας, για να είμαστε βλάκες, για να σέρνουμε το κάρο, κουρασμένοι, κακόκεφοι, δυστυχείς και συμβιβασμένοι; 
Μια παγίδα για να μην σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε και να μείνουν όλα όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια."

Πόσα θα άλλαζαν αν μπορούσαμε να απολαύσουμε τους θησαυρούς μας, έτσι ακριβώς όπως είναι. 
Έτσι ακριβώς όπως τους κατέχουμε. 
Προσοχή όμως Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. 
Δεν σημαίνει άραγμα, συμβιβασμός με οτιδήποτε.
Γιατί άλλο το να παραδέχεσαι, κι άλλο το να συμβιβάζεσαι. Αυτό όμως, είναι σε άλλο παραμύθι .. 


από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, 
«Να σου πω μια Ιστορία»



Like the Post? Do share with your Friends.