Σελίδες

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος που έπεσε "κατά λάθος" στο νερό....


Ένα ηλιόλουστο πρωινό, αποφάσισε ο Νασρεντίν να κάνει έναν όμορφο περίπατο, κατά την θάλασσα.

Καθώς πλησίαζε στη προκυμαία άκουσε φωνές και είδε πολύ κόσμο συγκεντρωμένο να χειρονομεί και να τρέχει πάνω κάτω.

Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν άνθρωπο που είχε πέσει κατά λάθος στο νερό.


Όπως δεν ήξερε κολύμπι, κτυπούσε πανικόβλητος χέρια και πόδια, χανόταν μέσα στο κύματα και όποτε κατόρθωνε να βγάλει λίγο το κεφάλι του καλούσε μισοπνιγμένος σε βοήθεια.

 
Οι άνθρωποι έσκυβαν όσο μπορούσαν πάνω από το νερό και του φώναζαν:
- Δώσε μας το χέρι σου! Δώσε μας το χέρι σου!

 
Τίποτα αυτός! Σαν να ήταν κουφός συνέχιζε να χτυπιέται.

 
Οι άνθρωποι όλο και πλήθαιναν γύρω του και του φώναζαν όλο και πιο δυνατά:
- Βρε άνθρωπε, δεν ακούς; Δώσε μας το χέρι σου! Θα πνιγείς!
Τίποτα αυτός.

 
Κάποια στιγμή, μέσα στο πανικό και την αγωνία που επικρατούσε, επειδή κανείς δεν ήθελε να πνιγεί ο άνθρωπος αυτός, αλλά και κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο, κάποιος πήρε είδηση τον Νασρεντίν που παρακολουθούσε ατάραχος τη σκηνή.

 
Να ο Χότζας, αναφώνησε το πλήθος. Κάντε χώρο να κάνει κάτι. Σίγουρα θα ξέρει αυτός τι να κάνει, σαν άνθρωπος του Θεού που είναι.

 
Αμέσως τότε, όλοι έκαναν χώρο και ο Νασρεντίν έσκυψε στο νερό και κάτι είπε σιγανά στον μισοπνιγμένο. Tότε εκείνος, έδωσε το χέρι του και ο Νασρεντίν το έπιασε και τον έσυρε έξω.

 
Οι άνθρωποι έμειναν τότε με ανοιχτό το στόμα.
- Βρε, είπαν! Βρε Χότζα μας, καλέ μας Χότζα, τι του είπες του ανθρώπου και σου έδωσε το χέρι σου;
Εδώ, τόση ώρα, εμείς τού φωνάζουμε να μάς δώσει το χέρι του και δε το έκανε. 

Τώρα γιατί άκουσε εσένα και όχι εμάς;
 
- Εγώ, δε τού είπα να μου δώσει το χέρι του, απάντησε ήρεμα ο Χότζας.

 
- Τι τού είπες λοιπόν, ρώτησαν οι άνθρωποι περίεργοι.

 
- Εγώ τού είπα: «πάρε το χέρι μου», είπε ο Νασρεντίν.



 

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Με τα παιδιά στο Χαμάμ....!!!



Μια μέρα ο Ναστραδίν Χότζας πήγε με τα παιδιά του σχολείου στα λουτρά.
Τα πονηρά όμως, μη θέλοντας να πληρώσουν τα ίδια, συννενοήθηκαν και πήρε το καθένα μαζί του από ένα αυγό.

Σαν κάθισαν στο χαμάμ είπε ένα, το πιο ζωηρό:
"Δάσκαλε, έχω μια ιδέα. Να καθίσουμε και να γεννήσουμε από ένα αυγό. Όποιος δε γεννήσει να πληρώσει για όλους".

Συμφώνησαν όλοι και σε λίγο άρχισαν τα κακαρίσματα και... τ' αυγά.


Κατάλαβε τότε ο Ναστραδίν τι του σκάρωσαν τα παιδιά και χωρίς να χάσει καιρό, τεντώνεται κι αρχίζει να κάνει τον κόκορα:
"Κικιρίκου! Κικιρίκου!"
"Τι κάνεις εκεί Χότζα;", ρωτάνε ξαφνιασμένα τα παιδιά.

Και ο Ναστραδίν:
"Δε νομίζετε πως μέσα σε τόσες κότες πρέπει να υπάρχει και ένας κόκορας;"

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Δεν βλέπεις καθαρά, παρά μόνο με την καρδιά..

«Πήγαινε να δεις τα τριαντάφυλλα», είπε η αλεπού...

Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε να δει ακόμη μια φορά τα τριαντάφυλλα.
«Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, είπε...

«Είστε όμορφα, αλλά κενά... 
Αν κάποιος τυχαίος περαστικός έβλεπε το τριαντάφυλλό μου, θα νόμιζε ότι σας μοιάζει».

«Εκείνο όμως είναι πολύ πιο σημαντικό από όλα σας, γιατί είναι το τριαντάφυλλο που έχω εγώ ποτίσει.
Γιατί είναι το λουλούδι που προστάτεψα.
Γιατί έχω σκοτώσει τα σκουλήκια του, γιατί είναι το τριαντάφυλλο που έχω ακούσει να παραπονιέται, να καμαρώνει ή να σιωπά.
Γιατί είναι το τριαντάφυλλό μου, το καλύτερο απ' όλα».

«Βλέπεις μόνο με την καρδιά» είπε η αλεπού...


Απόσπασμα από το Antoine de Saint-Exupery (1997) "Ο μικρός Πρίγκιπας"

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Δάσκαλος και Μαθητής......, "η αλεπού και ο λαγός"...


Ένας δάσκαλος του Ζεν, ενώ περπατούσε με ένα μαθητή του, έδειξε μια αλεπού που κυνηγούσε ένα λαγό.

"Σύμφωνα με τον παλιό μύθο, ο λαγός θα ξεφύγει από την αλεπού", είπε ο δάσκαλος.

"Όχι", απάντησε ο μαθητής. "Η αλεπού είναι πιο γρήγορη".

"Αλλά ο λαγός θα ξεφύγει", επέμεινε ο δάσκαλος.

"Πώς είσαι τόσο βέβαιος;" ρώτησε ο μαθητής.

"Γιατί η αλεπού τρέχει για το γεύμα της, ενώ ο λαγός τρέχει για τη ζωή του", απάντησε ο δάσκαλος.

 


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Καθαρά Δευτέρα


Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημάνει το τέλος των Απόκρεω. 

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί "καθαρίζονταν" πνευματικά και σωματικά.

Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς.
Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.

Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζεται να τρώγεται λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα), ταραμάς και άλλα νηστίσιμα φαγώσιμα, κυρίως λαχανικά, όπως και φασολάδα χωρίς λάδι. 

Επίσης συνηθίζεται το πέταγμα χαρταετού.

Η Καθαρά Δευτέρα εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού, το χριστιανικό Πάσχα.



πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Πλέκοντας κορδέλες στο Γαϊτανάκι!


Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, 
που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι.
Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της απόκριας.



Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό.
Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο,
από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά.

Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια 
και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο.

Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν
 από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια.

Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, 
κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του
 κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του
 δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.


Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο 
και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, 
τότε ο χορός τελειώνει 
και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει 
να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η Αληθινή αξία του δαχτυλιδιού


Ήταν κάποτε ένα παιδί, που πήγε να ζητήσει τη βοήθεια ενός σοφού:

“Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νοιώθω τόσο ασήμαντος, που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. 
Πως μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;”

Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:

“Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως..” και ύστερα από μια παύση συνέχισε:
“Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω.”

“Ε…μετά χαράς, δάσκαλε” είπε διστακτικά ο νεαρός, νοιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.

“Ωραία” συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι, που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας:
”Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς.”

Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. 
Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό.

Όταν το παιδί έλεγε “ένα χρυσό φλουρί” άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός, για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι, ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. 

Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.

Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά - και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα - , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.

Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. 
Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.

Μπήκε μέσα στην κάμαρη.

“Δάσκαλε” είπε, “λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.”

“Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε” απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. “Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει.Ομως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.”

Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι.

Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:

“Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του.”

“Πενήντα οχτώ χρυσά;” φώναξε το παιδί.

“Ναι” απάντησε ο κοσμηματοπώλης. “Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον…”

Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.

“Κάθισε” του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. 
“Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. 
Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. 
Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. 
Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί, ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;”

Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού.





(Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι “Να σου πω μια ιστορία”)
Like the Post? Do share with your Friends.