Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός, που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς.
Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό.
Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα.
Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο.
Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.
Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.
Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.
Παραλλαγές
Αυτό το έθιμο αναφέρεται και σε περιοχές όπως η Θεσσαλία (Καλλιπεύκη κ.α.), όπου την ομάδα πλαισίωναν και διάφορα άλλα εθιμικά πρόσωπα όπως ο Γκαραγκιόζης, το Γκαραγκιοζόπουλο, οι Κλέφτες κ.ά. με ανάλογη μεταμφίεση.
Το Γαϊτανάκι όμως απαντά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην περιοχή της Ρόδου όπου χορεύεται με πιο απλουστευμένη χορευτική μορφή (Κριτινιά) ή ως σκωπτικός χορός, χωρίς τις χορευτικές περιπλοκές του θεσσαλικού δρωμένου.