Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφηγήσεις με νόημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφηγήσεις με νόημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Απάλυνε τον Πόνο σου...


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας σοφός γέροντας δάσκαλος. 

Είχε βαρεθεί να ακούει τον μαθητή του να παραπονιέται συνεχώς έτσι μια μέρα αποφάσισε να τον στείλει να του φέρει λίγο αλάτι. 

Όταν εκείνος γύρισε πίσω, ο δάσκαλός του είπε να ρίξει μια γερή δόση σε ένα ποτήρι και μετά να το πιεί.

~ «Τι γεύση έχει;» ρώτησε ο δάσκαλος.

~«Πικρή» είπε ο μαθητής. 

Τότε ο δάσκαλος είπε στο νεαρό να πάρει άλλη μια χούφτα αλάτι και μετά να το ρίξει στην κοντινότερη λίμνη.

Ο μαθητής έκανε ότι του είπε. 
Έπειτα ο δάσκαλος του είπε να το δοκιμάσει, πίνοντας από το νερό της λίμνης και τον ξαναρώτησε τι γεύση έχει.

~ «Γεύση φρεσκάδας» απάντησε ο μαθητής.

~«Το αλάτι το ένοιωσες καθόλου;» ρώτησε ο δάσκαλος.

~«Όχι» απάντησε ο νέος.


Στο σημείο αυτό ο δάσκαλος έπιασε τα χέρια του μαθητή και του είπε: 

~«Ο πόνος στη ζωή είναι καθαρό αλάτι.
Η ποσότητα του πόνου παραμένει η ίδια. 
Όμως η ποσότητα της πίκρας που δοκιμάζουμε, εξαρτάται κάθε φορά από το δοχείο εκείνο, μέσα στο οποίο βάζουμε τον πόνο.
Έτσι, το μόνο πράγμα που έχεις να κάνεις, όταν υποφέρεις, είναι να διευρύνεις την αίσθηση των πραγμάτων…
..................................................................
Πάψε να είσαι το ποτήρι. Γίνε η λίμνη!»



Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Το Ηλιοτρόπιο


ΤΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ


Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. 
Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γύριζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω. Εκτός από ένα.


Ένα μόνο ηλιοτρόπιο, απ΄όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει.
Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω

"Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο, τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;" ρωτούσαν τ΄άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.

"Και γιατί να τον κοιτάω;"

"Επειδή είναι χρυσός. Επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως".

"Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε"

"Τι θες να πεις; Δεν σ΄αρέσει δηλαδή;"

"Καλός είναι δεν λέω, αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς απ΄το πρωί ίσαμε το βράδυ. Αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει".

"Δεν είναι στα καλά του, σκεφτόνταν τα ηλιοτρόπια "Ακούς εκεί, να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο;"

Και περνούσαν οι μέρες. Και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσανε τον ήλιο, εκτός από κείνο το ηλιοτρόπιο το ένα, που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη μεριά.

"Δε μου λες; Γιατί δεν με κοιτάς;" το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος.

"Άσε με ήσυχο" είπε το ηλιοτρόπιο.

"Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;" ξαναρωτάει ο ήλιος.
"Θέλεις αλήθεια να σου πω;"

"Ναι".

"Επειδή… θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα. Μόνο για μένα να γελάς. Να λάμπεις μόνο για μένα. Εμένα μόνο να ζεσταίνεις" είπε το ηλιοτρόπιο.
"Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα".

"Μα δεν γίνεται αυτό" αποκρίθηκε ο ήλιος. "Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω. Δεν γίνεται".

"Τότε κι εγώ δεν θα σε κοιτάω".

"Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς, αν δε με κοιτάς".

"Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με" είπε το ηλιοτρόπιο.

Δεν μίλησε ο ήλιος. Και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη τη μεριά. Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.

"Είδατε;" ψιθύρισαν τ' άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. "Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε.. Ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να το θυμηθείτε ότι έτσι που πάει αργά ή γρήγορα θα μαραθεί".

Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό, ο μίσχος στα πέταλά του μαραινόταν, αλλά ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον βασιλιά τον ήλιο.

Παραξενεμένα τα ηλιοτρόπια, το άκουγαν να μιλάει μόνο του. "Φύγε" έλεγε "δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε".

Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο κείνο βράδυ, όταν όλα τ΄άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος.
Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως τ΄όνειρό του.

"Ήρθες;" είπε το ηλιοτρόπιο.

"Ήρθα" είπε ο ήλιος.

"Μόνο για μένα;"

"Μόνο για σένα" αποκρίθηκε ο ήλιος "Έλα".

Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο, τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. 
Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν΄ανεβαίνει.. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.

Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δεν γίνεται πιο φωτεινός.. 
Κι έφτασε κοντά στον ήλιο. 
Κι από κει ψηλά είδε όλες τις θάλασσες, κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες, είδε λιμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.

"Έλα κοντά μου" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.

"Πιο κοντά" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.

"Κοίτα με" είπε ο ήλιος 
"Κοίτα με ηλιοτρόπιο". Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε.

"Εσένα μόνο" είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του.
Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. 
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, να γλιστράνε, να σκορπάν τα σπόρια του, να πέφτουν δάκρυ και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως αγγίζαν τον αφρό, όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες ξενες να πηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάριζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.

Είχε συννεφιά τ΄άλλο πρωί. 
Δεν βγήκε τη μέρα εκείνη ο ήλιος. 
Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος.


Το ηλιοτρόπιο έγερνε στο μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσά ηλιοτρόπια του κάμπου.

"Τά΄θελε και τά΄παθε" είπε ένα ηλιοτρόπιο.

"Πήγαινε γυρεύοντας" είπε ένα άλλο. Έτσι είπαν.

Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν.


Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε, 
πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, 
κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ


Έμαθαν μια μέρα ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Όλοι τότε την περιγελούσαν και της έλεγαν «εμείς πάντα το λέγαμε ότι μόνο η αγάπη δεν φτάνει».

Αγέρωχη, με ψηλά το κεφάλι, παρά τα δάκρυα που θόλωναν το βλέμμα της, βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μία λαμπρή θαλαμηγό και τον ρωτάει:

«Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,
«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος.
«Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία, που επίσης περνούσε από μπροστά της μ’ ένα εντυπωσιακό σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησε με» είπε η Αγάπη.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου», της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Ευδαιμονία πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά κι αυτή δεν της έδωσε σημασία. Χαμένη, στον γυάλινο κόσμο της, ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτήν βοήθεια.
«Λύπη, άφησε με να έρθω μαζί σου»..
«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη, που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Το Μίσος έριχνε άγριες ματιές στην Αγάπη και η Ειρωνεία μισογελούσε και της μόρφαζε, ενώ συνέχιζαν να κάνουν βόλτες με μια γρήγορη θαλαμηγό, απολαμβάνοντας το θέαμα: το νησί βούλιαζε κι η αγάπη μόνη στ’ ακρογιάλι…

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:
«Αγάπη, έλα εδώ. Θα σε πάρω εγώ μαζί μου».

Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε.
Όταν έφτασαν ασφαλείς στην στεριά, ο κύριος την άφησε στο πανέμορφο «λιμανάκι της αγκάλης» και συνέχισε αργά και σίγουρα το δρόμο του.
Η Αγάπη ένοιωσε γεμάτη ευγνωμοσύνη για τον άγνωστο, αλλά ήταν τόση η ταραχή της, που ξέχασε να τον ρωτήσει το όνομά του.

Γνωρίζοντας πόσα τού χρωστούσε, που τή βοήθησε, ρώτησε τη Γνώση:
« Γνώση, ποιός με βοήθησε
« Ο Χρόνος», τής απάντησε η Γνώση.
«Ο Χρόνος;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Καθαρά Δευτέρα


Με την Καθαρά Δευτέρα ξεκινά η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημάνει το τέλος των Απόκρεω. 

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί "καθαρίζονταν" πνευματικά και σωματικά.

Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς.
Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.

Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζεται να τρώγεται λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα), ταραμάς και άλλα νηστίσιμα φαγώσιμα, κυρίως λαχανικά, όπως και φασολάδα χωρίς λάδι. 

Επίσης συνηθίζεται το πέταγμα χαρταετού.

Η Καθαρά Δευτέρα εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού, το χριστιανικό Πάσχα.



πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το φαινόμενο του 100ου πιθήκου


Το λεγόμενο "Φαινόμενο του εκατοστού πιθήκου" έχει να κάνει με ένα ξαφνικό, αυθόρμητο "άλμα συνείδησης", το οποίο επιτυγχάνεται όταν ξεπεραστεί ένα συγκεκριμένο σημείο καμπής, που αναφέρεται αλλιώς και ως "κρίσιμο σημείο".

Η ιδέα του φαινομένου του εκατοστού πιθήκου προέρχεται από τον Δρ. Lyall Watson στο βιβλίο του Lifetide (Παλίρροια της ζωής, 1979) στο οποίο περιγράφεται ένα πείραμα που έλαβε χώρα στη Ιαπωνία το 52.

«Οι επιστήμονες παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά πιθήκων που ζούσαν εκεί. 
Κάποια στιγμή έδωσαν στους πιθήκους ως τροφή γλυκοπατάτες γεμάτες λάσπες. 
Εκείνοι ανταποκρίθηκαν με χαρά αφού τους άρεσε πολύ η γεύση της γλυκοπατάτας αλλά όχι το χώμα. 
Ένα μικρό όμως θηλυκό πιθηκάκι δοκίμασε και έπλυνε στη θάλασσα τη γλυκοπατάτα της και την έφαγε πολύ πιο ευχάριστα. 
Αυτό το δίδαξε στη μητέρα της και στις φίλες της και σιγά-σιγά από το 1952 έως το 1958 σχεδόν όλοι οι πίθηκοι στο νησί είχαν μάθει πώς να ξεπλένουν τις γλυκοπατάτες, προτού τις φάνε.

Βέβαια οι επιστήμονες δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό των πιθήκων που γνώριζαν αυτή τη διαδικασία και υπέθεσαν πως ήταν 99.

Μόλις λοιπόν και ο εκατοστός πίθηκος έμαθε πώς να ξεπλένει τη γλυκοπατάτα του προτού τη φάει, τότε συνέβη ένα μεγάλο άνοιγμα συνείδησης. 

Παρατήρησαν λοιπόν οι επιστήμονες πως πίθηκοι σε άλλα μέρη του κόσμου, μίλια μακριά από το συγκεκριμένο νησί των πιθήκων, στο οποίο γινόταν το πείραμα, αυτόματα άρχιζαν να καθαρίζουν τις γλυκοπατάτες τους, ενώ μέχρι τότε δεν το έκαναν. 

Το συμβάν αυτό ονομάστηκε 
«ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ του ΕΚΑΤΟΣΤΟΥ ΠΙΘΗΚΟΥ». 

Μπορεί οι επιστήμονες να μην γνώριζαν τότε, τον ακριβή αριθμό των πρώτων πιθήκων, πως οδήγησαν το είδος τους σε αυτή τη συνειδησιακή αλλαγή και να υπέθεσαν πως ήταν 100, ωστόσο αναγνώρισαν την ύπαρξη αυτής της φυσικής αλήθειας, του συντονισμού συγκεκριμένου αριθμού ατόμων, που μπορεί να οδηγήσει σε συνειδησιακά άλματα.

Ύστερα από αυτό λοιπόν το πείραμα οι επιστήμονες συμπέραναν πως, όταν λίγοι άνθρωποι ανακαλύπτουν κάτι νέο αλλά, δεν το διαδίδουν προς τα έξω, αυτή η γνώση μένει στον κύκλο των λίγων.
Όταν όμως αρχίζει να αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων, που γνωρίζουν και δημιουργηθεί ένα κρίσιμο πλήθος, τότε δημιουργείται μία δύναμη και η γνώση των λίγων γίνεται γνώση για όλους.» 


 Πηγή: http://kinisiideon.blogspot.gr/

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Μεγάλες προσδοκίες - Κάρολος Ντίκενς (απόσπασμα)


Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες αλλαγές.

Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή.

Φανταστείτε μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας.

Εσείς που διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα.

Κάρολος Ντίκενς

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Η ομορφιά της Πεταλούδας


Η καθαρή ομορφιά της πεταλούδας ερμηνεύεται σε ένα μύθο των Παπάγκο. 

Σύμφωνα με τον μύθο, 

Ο δημιουργός ένιωσε θλίψη για τα παιδιά, όταν συνειδητοποίησε ότι το πεπρωμένο τους ήταν να γεράσουν και να γίνουν αδύναμα πλάσματα.

Μάζεψε, λοιπόν, τα όμορφα χρώματα από διάφορες πηγές όπως το φως του ήλιου, τα φύλλα, τα λουλούδια, και ο ουρανός.

Έβαλε τα χρώματα σε ένα μαγικό σακκούλι και το παρουσίασε στα παιδιά.

Όταν εκείνα το άνοιξαν, οι χρωματισμένες πεταλούδες πέταξαν έξω ελεύθερες, γοητεύοντας τα παιδιά που δεν είχαν δει ποτέ τίποτα τόσο όμορφο. 

Οι πεταλούδες τραγούδησαν κι έκαναν τα παιδιά ακόμα πιο ευτυχισμένα.

Όμως, τα πουλιά παραπονέθηκαν στο δημιουργό γιατί οι πεταλούδες ήταν τόσο όμορφες και μπορούσαν να τραγουδούν όπως τα πουλιά. 

Για αυτό ο δημιουργός απέσυρε από τις πεταλούδες τη δυνατότητα να τραγουδούν.

Από τότε, αν και όμορφες, παραμένουν σιωπηλές.


Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Η καρδιά της μάνας, J. Richepin


Είπε στον ερωμένο της η μάγισσα:

«Αφού πιστά ποθείς τον έρωτά μου, πήγαινε, φέρε την καρδιά της μάνας σου και ριχ’ την να την φάνε τα σκυλιά μου».

Κι ο γιος, από τον έρωτα παράφορος, απ’ το κακούργο πάθος μεθυσμένος, το πρόσταγμα της λατρευτής του παίρνοντας, στη μάνα του χιμάει αγριεμένος.

Και μπήγει κοφτερό μαχαίρι, αλύπητα στα σπλάγχνα, που τον είχαν αναθρέψει και ξεριζώνει την καρδιά της μάνας του και στη νεράιδα πάει, να τον πιστέψει.

M’ απ’ την ορμή παραπατώντας έπεσε.

Και η καρδιά της μάνας ξεσχισμένη στα λασπωμένα χώματα κυλίστηκε.
Και, μέσα εκεί, στη λάσπη, κυλισμένη, στο γιο της λέει στενάζοντας βραχνά:

- Μη χτύπησες παιδί μου, πουθενά;


Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο

του Σελ Σιλβερστάιν


Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του… περιμένοντας κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.

Κάποιοι του ταίριαζαν… αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.
Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.
Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.
Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.
Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος.
Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο… και το άφησε εκεί.
Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.
Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.

Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.
Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.
Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.
Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό…
Άδικος κόπος…
Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό… αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.

Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά… το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει…
Και να μεγαλώνει!
“Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις”.
“Ούτε κι εγώ το ήξερα”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα μεγαλώσει…”, είπε κι έφυγε…
Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
“Τι θέλεις από μένα;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Τίποτα”.
“Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;”
“Τίποτα”.

“Ποιος είσαι;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
“Είμαι το Μεγάλο Ο” είπε το Μεγάλο Ο.
“Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;”
“Όμως, δε μου λείπει κανένα κομμάτι” είπε το Μεγάλο Ο. “Δεν υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις…”
“Κρίμα…” είπε το Κομμάτι-που-λείπει, “ήλπιζα πως θα μπορούσα να κυλήσω μαζί σου…”
“δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου” είπε το Μεγάλο Ο. 
“Αλλά ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου”
Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του”.
“Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;” ρώτησε το Μεγάλο Ο.
“Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές” είπε το Κομμάτι-που-λείπει. “Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!”
“Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν” είπε το Μεγάλο Ο.
“Τέλος πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα”.
Και κύλησε μακριά.
Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν…
Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία…
…Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε… άρχισε να προχωράει…
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν…
Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε…
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει…
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται…
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται…
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει…
Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Αγάπη και Φόβος !!!

Κάποτε ζούσαν μέσα σε μια υπέροχη κοιλάδα δύο Υπάρξεις.
Την μία την έλεγαν Φόβο και την άλλη Αγάπη.

Κάποια ημέρα ο Φόβος είπε στην Αγάπη:
«Είμαι ο πιο δυνατός. Όλα μπροστά μου υποχωρούν και τρέπονται σε φυγή».

Η Αγάπη γέλασε.
«Μα δεν έχεις προσέξει όμως, ότι μόλις εμφανίζομαι εγώ, παύουν όλοι να σε φοβούνται…».

Τότε ο Φόβος αναψοκοκκίνισε από θυμό και της είπε να παίξουν ένα παιχνίδι για να μετρήσουν την δύναμη τους….

Έφερε 7 ορυκτούς κρυστάλλους, που έμοιαζαν με καθρέπτες και είπε στην Αγάπη, ότι θα κρυβόταν σε ένα από αυτούς. 
Αν κατάφερνε να τον εντοπίσει τότε θα παραδεχόταν την δύναμη της για πάντα.

Στη στιγμή χάθηκε μέσα στους καθρέφτες!!!

Η Αγάπη πλησίασε τον πρώτο καθρέφτη και τότε παρατήρησε μία φιγούρα.
«Είμαι η απληστία», της είπε. 

Πλησίασε τον δεύτερο καθρέφτη. 
«Είμαι ο εγωισμός», της είπε.

Πλησίασε τον τρίτο καθρέφτη, ήταν ο θυμός.

Ο τέταρτος καθρέφτης ήταν το ψέμα.

Ο πέμπτος καθρέφτης ήταν η λαιμαργία.

O έκτος καθρέφτης ήταν η λαγνεία και 

O έβδομος καθρέφτης, ήταν η αλαζονεία.

Η Αγάπη κατάλαβε, ότι ο Φόβος είχε διασπαστεί σε πολλές εκδηλώσεις για να την μπερδέψει, ώστε να ξεγελαστεί και να μη τον βρει…..

Τότε εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στον Ήλιο και λούσθηκε από το Φως.

Πλησίασε στον πρώτο καθρέφτη και η προηγούμενη εικόνα άλλαξε με μιας, η απληστία έγινε γενναιοδωρία, ο δεύτερος καθρέφτης μόλις πλησίασε η Αγάπη έγινε αλτρουισμός, ο τρίτος καθρέφτης έγινε συμπόνια, ο τέταρτος καθρέφτης έγινε αλήθεια, ο πέμπτος καθρέφτης έγινε εγκράτεια, ο έκτος καθρέφτης έγινε αγνότητα και ο έβδομος καθρέφτης έγινε ταπεινότητα.

Στέλνοντας Φως σε όλους τους καθρέφτες, η Αγάπη τούς μετάλλαξε και με μιάς έσπασαν όλοι σε άπειρα κομμάτια.

Ο Φόβος ξεπρόβαλλε τότε, μέσα από αυτούς, άφωνος.
Είδε ότι, όπως στέκονταν και οι δύο στο Φως, εκείνος ήταν η σκιά της Αγάπης.

Τότε εκείνη του είπε:
«Τα κομμάτια που έσπασαν τα πήρε ο άνεμος και σκορπίστηκαν στον κόσμο.
Όμως να ξέρεις ότι δεν είσαι πια δυνατός, γιατί όποιος επικαλείται την Αγάπη και το Φως, όλα τα κομμάτια του φόβου θα μεταστοιχειώνονται σε Θεϊκές Αρετές.
Εσύ θα είσαι πάντα η πολικότητα της Αγάπης».

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Η ιστορία του Πέπε

 


Ο Πέπε είναι το είδος του ανθρώπου που ο καθένας θα ήθελε να είναι. 
Πάντα χαρούμενος, είχε πάντα κάτι θετικό να πει.

Όταν κάποιος τον ρωτούσε πως είναι, πάντα έλεγε :
«Δεν θα μπορούσα να είμαι καλύτερα»!

Eίχε αλλάξει πολλές φορές δουλειά και αρκετοί από τους συναδέλφους του τον ακολουθούσαν.
Ο λόγος που τον ακολουθούσαν ήταν η στάση του. 
Ήταν γεννημένος ηγέτης. 
Αν ένας από τους υπαλλήλους είχε μια κακή μέρα, αυτός ήταν πάντα εκεί για να του δείξει την θετική πλευρά της κατάστασης.


Μια μέρα πήγα να τον δω και του ρώτησα:
"Δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορεί να είσαι πάντα τόσο σίγουρος".

Ο Πέπε μου απάντησε:
"Κάθε πρωί ξυπνάω και λέω στον εαυτό μου: 
Πέπε, έχεις δύο επιλογές τώρα: Μπορεί να είσαι σε καλή ή σε κακή διάθεση. Διαλέγω να είμαι σε καλή".

"Κάθε φορά που κάτι πάει στραβά, μπορώ να επιλέξω να το παίξω θύμα ή να μάθω κάτι, από την εμπειρία.
Διαλέγω να μάθω".

- "Πως το κάνεις"; ξαναρώτησα.

-"Κάθε φορά που κάποιος έρχεται να μού παραπονεθεί, μπορώ να δεχθώ τα παράπονά του ή να τού δείξω την θετική πλευρά της ζωής. Επιλέγω να του δείξω την θετική πλευρά".

- "Ναι, φυσικά, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο", απάντησα.

- "Si, είναι", δήλωσε ο Πέπε​​.
"Τα πάντα στη ζωή είναι θέμα επιλογών. Αν απλοποιήσεις την όλη κατάσταση αυτή συνοψίζεται σε μια επιλογή. Μπορείς να επιλέξεις πώς να αντιδράσεις σε κάθε περίπτωση, μπορείς να επιλέξεις, πώς οι άλλοι επηρεάζουν τις διαθέσεις σου, μπορείς να επιλέξεις να είσαι σε καλή ή κακή διάθεση. 

Σε περίληψη:  
"Εσύ επιλέγεις πώς θα ζήσεις την ζωή σου".




Σκέφτηκα πολύ αυτά που μου είπε ο Πέπε.
Επειδή αλλάξαμε σπίτι, χάσαμε επαφή, αλλά σκεφτόμουν συχνά τον Πεπέ, όταν είχα να πάρω μιαν απόφαση.


Χρόνια αργότερα έμαθα ότι ο Πέπε έκανε κάτι που ποτέ δεν πρέπει να κάνεις.
Άφησε την πόρτα ξεκλείδωτη και τρεις οπλισμένοι ληστές μπήκαν να τον ληστέψουν.
Όταν ο Πέπε, τρέμοντας από φόβο, προσπάθησε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο, το χέρι του γλίστρησε. Οι ληστές πανικοβλήθηκαν και τον πυροβόλησαν.

Ο Πεπέ βρέθηκε σχετικά γρήγορα.
Μετά από 8 δύσκολες ώρες χειρουργείο και εβδομάδες αποκατάστασης, ο Πέπε βγήκε από το νοσοκομείο με αρκετές σφαίρες στο σώμα του.

Μετά από έξι μήνες συνάντησα τον Πέπε και τον ρώτησα πως είναι. 
Η απάντηση ήταν όπως πάντα. "Δεν θα μπορούσα να είμαι καλύτερα"!

Όταν τον ρώτησα, τι τού πέρασε από το μυαλό την μέρα της ληστείας, μου είπε:
"Όταν βρέθηκα πληγωμένος ξάπλα στο πάτωμα, σκέφθηκα πως είχα δύο επιλογές: Να ζήσω ή να πεθάνω. 
Διάλεξα να ζήσω".

- «Δεν φοβήθηκες;» τον ρώτησα.

Ο Πέπε απάντησε:
"Οι γιατροί ήταν θαυμάσιοι. Δεν κουράζονταν να επαναλαμβάνουν ότι, όλα θα πάνε καλά. 
Αλλά όταν με πήγαν στο χειρουργείο και όταν είδα την έκφραση στα πρόσωπά τους τότε πραγματικά φοβήθηκα.
Διάβαζα στα μάτια τους 'Αυτός τώρα είναι νεκρός'.
Τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να πάρω μιαν απόφαση".

«Και τι έκανες;» Τον ρώτησα.

 Ο Πέπε μου απάντησε: «Όταν ο γιατρός με ρώτησε αν ήμουν αλλεργικός σε κάτι, πήρα μια βαθιά ανάσα και φώναξα:
«Si, γαμώτο!».

Ενώ αυτοί γελούσαν, εγώ τους είπα: "Διαλέγω να ζήσω. Εγχειρήστε με σαν να είμαι ζωντανός, όχι πεθαμένος".

Ο Πέπε επέζησε χάρη στους γιατρούς, αλλά κυρίως χάρη στην εκπληκτική στάση του. 
Είχε μάθει ότι, κάθε μέρα, έχουμε την επιλογή να ζήσουμε πλήρως ή όχι. 
Τελικά, η στάση, αυτό είναι που μετράει.

 Τελικά :

Το τί είσαι
Το πώς αισθάνεσαι
Το πώς σε βλέπουν οι άλλοι
Το πώς ζεις 

Είναι δική σου απόφαση!!!

Like the Post? Do share with your Friends.