Κάποια μέρα, ένας χωρικός πήγε, πεσκέσι, στο Ναστραδίν Χότζα, ένα λαγό.
«Σε τιμάω», του 'πε, «και τον έφερα στην αφεντιά σου».
Ο Ναστραδίν δέχτηκε το δώρο, με πολλή χαρά.
Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες, ο χωρικός ξαναπήγε στην πόλη και το βράδυ, μια και δυο στο σπίτι του Χότζα:
«Ποιος είναι;» ρωτάει από μέσα ο Ναστραδίν.
«Ο άνθρωπος που σου 'φερε το λαγό», αποκρίνεται εκείνος.
Ανοίγει ο Χότζας την πόρτα και τον φιλοξενεί, μ' όλη του την καρδιά.
Πέρασαν μερικές μέρες και άλλοι χωρικοί χτυπάνε την πόρτα του:
«Είμαστε οι γείτονες, εκείνου που σου 'φερε το λαγό», λένε.
Ο Ναστραδίν πνίγει την οργή του, και περιποιείται κι αυτούς!!
Μα δεν πέρασε εβδομάδα καλά καλά, να κι άλλοι χωριάτες:
«Είμαστε γείτονες, των γειτόνων, εκείνου που σού έφερε το λαγό»!!
Τους πέρασε στον οντά και να σου, βάζει σε λίγο, πάνω στο τραπέζι μια σουπιέρα γεμάτη νερό.
Περίεργοι εκείνοι, κοιτάζουν ο ένας τον άλλο.
Και ο Ναστραδίν Χότζας, μόλις συγκρατώντας την αγανάκτησή του:
«Είναι το ζουμί, του ζουμιού,
του λαγού»!!!