Ο Νασρεντίν ξεκουραζόταν κάτω από μια καρυδιά.
Μπροστά του ήταν ένα μποστάνι με καρπούζια.
Κοίταζε ο Νασρεντίν τις καρπουζιές με τα λεπτά βλαστάρια και τα πελώρια καρπούζια, κοίταζε και την καρυδιά με τον χοντρό κορμό και τα μικρά καρύδια και μονολογούσε:
- "Αχ, Αλλάχ, πώς τα 'φτιαξες έτσι τα πράγματα;
Ανάποδα τα 'φτιαξες. Ένα τόσο δα βλασταράκι δίνει καρπό, που δεν χωρά στην αγκαλιά και ένα τόσο χοντρό δέντρο φτιάχνει κάτι καρυδάκια μια σταλιά. Αν αυτό δεν είναι ανάποδο, τότε τι είναι;"
Δεν προλαβαίνει να αποσώσει την κουβέντα του και ένα καρύδι πέφτει από ψηλά στο κεφάλι του.
- "Ωχ!", κάνει ο Χότζας και πετάγεται όρθιος.
Τρίβει το κεφάλι του, κοιτάζει το καρύδι που είχε πέσει χάμω, κοιτάζει και τα καρπούζια λίγο παρακάτω και λέει:
- "Δόξα να 'χει ο Αλλάχ! Ήξερε αυτός τι έκανε. Για φαντάσου να έσκαγε το καρπούζι στο κεφάλι μου!"