Σελίδες

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Νέφτι, το θαυματουργό!


Κάποτε ο Χότζας πήρε το γάιδαρό του και τράβηξε για το βουνό. 
Όπου να ‘ναι έφτανε ο χειμώνας. 
Έπρεπε να είχανε τα ξύλα τους για το τζάκι και τις καβαλίνες για το ταντούρι.

Αφού έκοψε και ετοίμασε τα ξύλα στο δάσος, τά φόρτωσε στο ζώο του και οι δύο μαζί πήρανε το δρόμο της επιστροφής.
Είτε γιατί το φορτίο ήτανε πολύ βαρύ, είτε γιατί το ζώο είχε πείσματα, είτε γιατί ήταν πραγματικά κουρασμένο…. ο γάιδαρος δεν έλεγε να προχωρήσει.

Και νταχ και τσους και νταχ και τσούς, όμως τίποτα.
«Πάμε» τού έλεγε ο Χότζας, «θα μάς πιάσει η νύχτα»… τίποτα ο γάιδαρος.

Τον είδε ένας άνθρωπος και τον λυπήθηκε:
«Μωρέ Χότζα, τι κουράζεσαι τόσο. Βάλε λίγο νέφτι κάτω από την ουρά του και θα δεις πως θα τρέξει»!
«Πρόσεχε όμως μη βάλεις πολύ, για τι θα το χάσεις ύστερα και δεν θα μπορέσεις να το προφτάσεις.

Ο Χότζας έκανε όπως του είπε ο γνωστός του. Και πραγματικά ο γάιδαρος του άρχισε να πιλαλάει.

Βλέποντας ο Χότζας ότι, δεν θα μπορέσει να το προφτάσει, άγγιξε λιγάκι νέφτη και στο δικό του πισινό. 
Τότε τον έπιασε και αυτόν μια ανείπωτη τρεχάλα. Και έτρεχε τόσο, που αφού προσπέρασε το γάιδαρό του, έφτασε πρώτος στο σπίτι του.

Μα και εκεί δεν είχε ησυχία. Έτρεχε από κάμαρη σε κάμαρη. Δεν είχε σωτηρία. Έπρεπε να πάει να πέσει στη λίμνη, να σβήσει την κάψα του.

Η γυναίκα του, που τον είδε να τρέχει έτσι, ασίγαστος και φουρτουνιασμένος, τόλμησε να το ρωτήσει.

O Xότζας ήτανε απλησίαστος  και της φώναξε:
«Μωρή γυναίκα, αν έρθει ο γάιδαρος, να πάει να βρει μόνος του τον τσαρέ του. Εγώ πάω στη λίμνη, αν θες να με προφτάσεις, βάλε και εσύ λιγάκι νέφτι στον πισινό σου, αλλιώς δεν με προφταίνεις μήτε σήμερα, μήτε αύριο!!


Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο

του Σελ Σιλβερστάιν


Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του… περιμένοντας κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.

Κάποιοι του ταίριαζαν… αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.
Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.
Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.
Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.
Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος.
Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο… και το άφησε εκεί.
Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.
Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.

Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.
Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.
Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.
Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό…
Άδικος κόπος…
Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό… αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.

Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά… το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει…
Και να μεγαλώνει!
“Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις”.
“Ούτε κι εγώ το ήξερα”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα μεγαλώσει…”, είπε κι έφυγε…
Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
“Τι θέλεις από μένα;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Τίποτα”.
“Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;”
“Τίποτα”.

“Ποιος είσαι;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
“Είμαι το Μεγάλο Ο” είπε το Μεγάλο Ο.
“Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;”
“Όμως, δε μου λείπει κανένα κομμάτι” είπε το Μεγάλο Ο. “Δεν υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις…”
“Κρίμα…” είπε το Κομμάτι-που-λείπει, “ήλπιζα πως θα μπορούσα να κυλήσω μαζί σου…”
“δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου” είπε το Μεγάλο Ο. 
“Αλλά ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου”
Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του”.
“Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;” ρώτησε το Μεγάλο Ο.
“Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές” είπε το Κομμάτι-που-λείπει. “Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!”
“Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν” είπε το Μεγάλο Ο.
“Τέλος πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα”.
Και κύλησε μακριά.
Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν…
Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία…
…Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε… άρχισε να προχωράει…
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν…
Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε…
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει…
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται…
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται…
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει…
Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

«Η Βασίλισσα του χιονιού»

Πρωταγωνιστές σ' αυτό το παραμύθι είναι
η δύναμη της εξουσίας και η δύναμη της αγάπης.


Ο Καρλ και η Γκέλντα είναι οι καλύτεροι φίλοι.
Όμως, η Βασίλισσα του Χιονιού προσπαθεί πάντα να παγώσει τον κόσμο, με κάθε ευκαιρία.

Όταν βλέπει την αγάπη των παιδιών να αναπτύσσεται, μπαίνει στη μέση με σκοπό να χαλάσει τη σχέση αυτή.
Χρησιμοποιεί έναν χαλασμένο μαγικό καθρέφτη, που κάνει τον κόσμο να φαίνεται άσχημος και παγωμένος.

Ρίχνει κομμάτια από τον καθρέφτη στον Καρλ, για να βλέπει μια άλλη, ψυχρή πραγματικότητα.

Έτσι αλλάζουν τα μάτια του Καρλ και κρυώνει η καρδιά του για την Γκέλντα.

Με αυτό το μαγικό τέχνασμα, η Βασίλισσα κλέβει το αγόρι και χαλάει τη σχέση τους.
Έτσι ξεκινάει μια μεγάλη περιπέτεια και ένας αγώνας, όταν η Γκέλντα προσπαθεί να ξαναβρεί τον φίλο της.

Πρέπει στο ταξίδι να έχει υπομονή, να προσέχει για να μην μπερδευτεί - να μην ξεχαστεί!

Να μην φοβηθεί!

Η αγάπη της θα την βοηθήσει τελικά, να βρει όλη την δύναμη που χρειάζεται για να φτάσει στον φίλο της - και αυτό θα βοηθήσει και τους καινούργιους, ταλαίπωρους φίλους της, που συνάντησε στο ταξίδι, να πιστέψουν στη δύναμη της αγάπης και ακόμα και να τους δώσει δύναμη να προσπεράσουν φόβους που αντιμετωπίζουν.

"Η Βασίλισσα του Χιονιού» 
μιλάει 
για την μεγάλη δύναμη της Αγάπης - 
και τη σύγκρουση του καλού με το κακό".

Παραμύθι
του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν
Like the Post? Do share with your Friends.