Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στο σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν.
Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες.
Μα δεν απελπιζότανε.
Δύο-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο.
Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ’ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε:
«Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, χρόνια να κόβει ο Αλλάχ από μένα, μέρες να σου τις δίνει».
Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πώς βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε.
Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δε με μέλει να με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά.
Εγώ έφτιαξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα».
«Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;».
«Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαγε, παλούκωνε, έσφαζε».
«Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος.
«Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά.
«Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος είμαι;».
«Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου».
«Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;», τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος.
«Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ‘ρθει ύστερ’ από σένα, θα ‘ναι ακόμα χειρότερος!.."
Από το βιβλίο
"Ευλογημένο Καταφύγιο",
του Φώτη Κόντογλου