Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
Το Μάτι το Αχόρταγο
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένα ψαράς πολύ φτωχός.
Μια μέρα, εκεί που ψάρευε, έπιασε με τ’ αγκίστρι του ένα πράγμα τόσο δά, που μήτε για ψαράκι φαινόταν μήτε για κοχυλάκι.
Μια και δυό, το παίρνει και το πάει στο βασιλιά, κι εκείνος, γεμάτος περιέργεια, βάζει αμέσως να τού το ζυγιάσουν με χρυσάφι.
Μα ούτε το χρυσάφι του ούτε όλοι οι θησαυροί του μπόρεσαν να κουνήσουν κείνο δα, το πραγματάκι απ’ τη θέση του.
Τότε ο βασιλιάς έστειλε και φώναξαν όλους τους σοφούς, μα κι απ’ αυτούς κανείς δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο.
Μονάχα ένας ξένος, περαστικός από τα μέρη τους, αφού το εξέτασε καλά καλά, γύρεψε και του έφεραν λίγο χώμα.
Πήρε το πραματάκι, το ‘βαλε στη ζυγαριά, έριξε από πάνω του το χώμα, και λέει στο βασιλιά:
«Ρίξε κι εσύ λόγο χρυσάφι, και αμέσως έγυρε η ζυγαριά».
«Ρίξε κι εσύ λόγο χρυσάφι, και αμέσως έγυρε η ζυγαριά».
Όλοι θαυμάσανε, μα πιο πολύ ο βασιλιάς, και ζήτησε από τον ξένο την εξήγηση.
Και κείνος του ‘πε:
«Τούτο το πραματάκι, βασιλιά μου, είναι μάτι…
και όσο είναι πάνω από το χώμα και βλέπει,
με τίποτα δεν λέει να χορτάσει».
Διασκευή από θρακιώτικο παραμύθι
Σάββατο 15 Ιουνίου 2019
Από το κακό υπάρχει και χειρότερο....
Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στο σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν.
Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες.
Μα δεν απελπιζότανε.
Δύο-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο.
Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ’ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε:
«Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, χρόνια να κόβει ο Αλλάχ από μένα, μέρες να σου τις δίνει».
Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πώς βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε.
Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δε με μέλει να με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά.
Εγώ έφτιαξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα».
«Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;».
«Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαγε, παλούκωνε, έσφαζε».
«Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος.
«Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά.
«Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος είμαι;».
«Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου».
«Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;», τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος.
«Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ‘ρθει ύστερ’ από σένα, θα ‘ναι ακόμα χειρότερος!.."
Από το βιβλίο
"Ευλογημένο Καταφύγιο",
του Φώτη Κόντογλου
Κυριακή 28 Απριλίου 2019
Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019
Απολυτίκιον Θεοφανείων
'Eν 'Iορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε, ή τἤς Τριάδος έφανερώθη προσκύνησις.
Τοῦ γάρ Γεννήτορος ή φωνή προσεμαρτύρει σοι, αγαπητόν σε Yἱόν ὀνομάζουσα.
Καί τό Πνεῦμα έν εἴδει περιστερᾶς έβεβαίου τοῦ λόγου τό ασφαλές.
‘O επιφανείς, Χριστέ ο Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας, δόξα σοι.
Απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα
Όταν βαφτιζόσουν Κύριε στον Ιορδάνη, φανερώθηκε η Αγία Τριάδα.
Τότε η φωνή του Πατέρα σου ακούστηκε να σε ονομάζει αγαπητό του Yιό.
Αλλά και το Άγιο Πνεύμα παρουσιάστηκε σαν περιστέρι και βεβαίωνε την αλήθεια αυτού του λόγου.
Χριστέ και Θεέ μας, που φανερώθηκες και φώτισες τον κόσμο, να είσαι δοξασμένος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Like the Post? Do share with your Friends.