Άναρχος Θεός καταβέβηκε και εν τη Παρθένω κατώκησε.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνονται
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Δεύτε εν σπηλαίω κατίδωμεν, κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Εξ Ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζουσιν άξια
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Ήκουσεν Ηρώδης το μήνυμα κι όλος εταράχθη ο δόλιος.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Πύλαι ουρανών ηνεώχθησαν, άγγελοι αυτόν ανυμνήτωσαν.
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Χαίρουσα η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει, ευφραίνεται
Ερρουρέμ, ερρουρέμ, ερρουρερουρέμ, χαίρε Δέσποινα.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Άγιος, άγιος, άγιος υπάρχεις και Κύριος.
Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις Σε καταφεύγοντας
Χερουβείμ, Χερουβείμ, χαίρε, χαίρε Παναγία Δέσποινα.
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019
Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2019
Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019
ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ
Μια φορά, δανείστηκε ο Ναστραδίν Χότζας, από τη γειτόνισσά του, ένα καζάνι.
Ύστερα, πήγε η γειτόνισσα, πήρε το καζάνι της και μαζί κι ένα μικρό καζάνι του Χότζα.
Το γύρεψε μετά ο Ναστραδίν το καζάνι του, εδώ κι εκεί, τίποτα.
Το βρήκε τελικά στη γειτόνισσα και το ζήτησε πίσω.
«Όχι», του λέει.
«Αυτό το πήρα απ' το σπίτι σου, αλλά βγήκε από το δικό μου, το μεγάλο καζάνι, που το γέννησε στο διάστημα που το 'χες κοντά σoυ.»
Ο πονηρός Χότζας έκανε πως το παραδέχτηκε κι έφυγε.
Μετά από καιρό, ξαναδανείζεται το καζάνι της γειτόνισσας. Το κρατάει μέρες εκείνη περιμένει να της το πάει, τίποτα! Πάει πάλι στου Χότζα.
Ούτε καζάνι μεγάλο, ούτε μικρό αυτή τη φορά.
Το ζητάει από το Χότζα επίμονα.
«Ψόφησε» απαντάει με απάθεια ο Χότζας.
«Πώς;» του λέει εκείνη. «Το καζάνι ψοφάει;»
Κι ο Ναστραδίν:
Το πράμα που γεννά, ψοφά!
Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
Το Μάτι το Αχόρταγο
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένα ψαράς πολύ φτωχός.
Μια μέρα, εκεί που ψάρευε, έπιασε με τ’ αγκίστρι του ένα πράγμα τόσο δά, που μήτε για ψαράκι φαινόταν μήτε για κοχυλάκι.
Μια και δυό, το παίρνει και το πάει στο βασιλιά, κι εκείνος, γεμάτος περιέργεια, βάζει αμέσως να τού το ζυγιάσουν με χρυσάφι.
Μα ούτε το χρυσάφι του ούτε όλοι οι θησαυροί του μπόρεσαν να κουνήσουν κείνο δα, το πραγματάκι απ’ τη θέση του.
Τότε ο βασιλιάς έστειλε και φώναξαν όλους τους σοφούς, μα κι απ’ αυτούς κανείς δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο.
Μονάχα ένας ξένος, περαστικός από τα μέρη τους, αφού το εξέτασε καλά καλά, γύρεψε και του έφεραν λίγο χώμα.
Πήρε το πραματάκι, το ‘βαλε στη ζυγαριά, έριξε από πάνω του το χώμα, και λέει στο βασιλιά:
«Ρίξε κι εσύ λόγο χρυσάφι, και αμέσως έγυρε η ζυγαριά».
«Ρίξε κι εσύ λόγο χρυσάφι, και αμέσως έγυρε η ζυγαριά».
Όλοι θαυμάσανε, μα πιο πολύ ο βασιλιάς, και ζήτησε από τον ξένο την εξήγηση.
Και κείνος του ‘πε:
«Τούτο το πραματάκι, βασιλιά μου, είναι μάτι…
και όσο είναι πάνω από το χώμα και βλέπει,
με τίποτα δεν λέει να χορτάσει».
Διασκευή από θρακιώτικο παραμύθι
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Like the Post? Do share with your Friends.