του Σελ Σιλβερστάιν
Το Κομμάτι-που-λείπει καθόταν μοναχό του… περιμένοντας κάποιον να έρθει να το πάει κάπου.
Κάποιοι του ταίριαζαν… αλλά δε μπορούσαν να κυλήσουν.
Άλλοι μπορούσαν να κυλήσουν, αλλά δε του ταίριαζαν.
Ένας δεν είχε ιδέα τι σημαίνει ταίριασμα.
Και ένας άλλος δεν ήξερε τίποτα από οτιδήποτε.
Ένας ήταν πολύ ευαίσθητος.
Ένας άλλος το ανέβασε σε βάθρο… και το άφησε εκεί.
Σε κάποιους έλειπαν πολλά κομμάτια.
Και, τέλος πάντων, κάποιοι άλλοι είχαν παραπάνω κομμάτια.
Έμαθε να κρύβεται από τους πεινασμένους.
Ήρθαν κι άλλοι.
Μερικοί το κοίταξαν από πολύ κοντά.
Άλλοι κυλούσαν και το ξεπερνούσαν χωρίς να το αντιληφθούν.
Προσπάθησε να γίνει πιο ελκυστικό…
Άδικος κόπος…
Προσπάθησε να γίνει πιο φανταχτερό… αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να φοβίσει τους ντροπαλούς.
Τελικά ήρθε κι ένας που του ταίριαζε απόλυτα.
Ξαφνικά… το Κομμάτι-που-λείπει άρχισε να μεγαλώνει…
Και να μεγαλώνει!
“Δεν ήξερα ότι θα μεγαλώσεις”.
“Ούτε κι εγώ το ήξερα”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Ψάχνω για το κομμάτι που μου λείπει, ένα κομμάτι που δε θα μεγαλώσει…”, είπε κι έφυγε…
Ώσπου μια μέρα, ήρθε κάποιος που φαινόταν διαφορετικός.
“Τι θέλεις από μένα;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Τίποτα”.
“Τι έχεις ανάγκη να σου δώσω;”
“Τίποτα”.
“Ποιος είσαι;” ρώτησε το Κομμάτι-που-λείπει
“Είμαι το Μεγάλο Ο” είπε το Μεγάλο Ο.
“Νομίζω πως αυτός που περίμενα είσαι εσύ”, είπε το Κομμάτι-που-λείπει.
“Μήπως είμαι το κομμάτι που σου λείπει;”
“Όμως, δε μου λείπει κανένα κομμάτι” είπε το Μεγάλο Ο. “Δεν υπάρχει χώρος που θα μπορούσες να ταιριάξεις…”
“Κρίμα…” είπε το Κομμάτι-που-λείπει, “ήλπιζα πως θα μπορούσα να κυλήσω μαζί σου…”
“δε μπορείς να κυλήσεις μαζί μου” είπε το Μεγάλο Ο.
“Αλλά ίσως να μπορέσεις να κυλήσεις μόνο σου”
“Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του”.
“Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;” ρώτησε το Μεγάλο Ο.
“Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές” είπε το Κομμάτι-που-λείπει. “Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!”
“Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν” είπε το Μεγάλο Ο.
“Τέλος πάντων, πρέπει να σε αποχαιρετήσω. Ίσως να ξανασυναντηθούμε κάποια μέρα”.
Και κύλησε μακριά.
Το Κομμάτι-που-λείπει έμεινε πάλι μόνο του.
Για πολύ καιρό απλώς καθόταν…
Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία…
…Και έπειτα σωριάστηκε πάλι.
Μετά, σήκω-τράβα-πέσε… άρχισε να προχωράει…
Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν…
Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε…
Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει…
και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται…
και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται…
και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει…
Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε.
Κυλούσε!