Είπε στον ερωμένο της η μάγισσα:
«Αφού πιστά ποθείς τον έρωτά μου, πήγαινε, φέρε την καρδιά της μάνας σου και ριχ’ την να την φάνε τα σκυλιά μου».
Κι ο γιος, από τον έρωτα παράφορος, απ’ το κακούργο πάθος μεθυσμένος, το πρόσταγμα της λατρευτής του παίρνοντας, στη μάνα του χιμάει αγριεμένος.
Και μπήγει κοφτερό μαχαίρι, αλύπητα στα σπλάγχνα, που τον είχαν αναθρέψει και ξεριζώνει την καρδιά της μάνας του και στη νεράιδα πάει, να τον πιστέψει.
M’ απ’ την ορμή παραπατώντας έπεσε.
Και η καρδιά της μάνας ξεσχισμένη στα λασπωμένα χώματα κυλίστηκε.
Και, μέσα εκεί, στη λάσπη, κυλισμένη, στο γιο της λέει στενάζοντας βραχνά:
- Μη χτύπησες παιδί μου, πουθενά;