Εκείνη τη μέρα, στο πρωινό, ο σερβιτόρος του έφερε ένα δίσκο που, αντί για τις συνηθισμένες έξι φέτες ψωμί που συνόδευαν τη μαρμελάδα του, περιείχε επτά.
Το γεγονός θα είχε βουλιάξει στη λήθη, αν δεν ήταν το εισιτήριο του λεωφορείου που είχε πάρει βγαίνοντας από το σπίτι και είχε αριθμό 07070707.
Ο κύριος Πέρες κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν κάτι περισσότερο από σύμπτωση.
Ήταν κάποιο είδος οιωνού.
Παράξενος οιωνός, κυρίως όταν, με μια ελαφριά άσκηση μνήμης, θυμήθηκε ότι και ο ίδιος είχε γεννηθεί κάποια εβδόμη Ιουλίου.
Για να διώξει αυτές τις παράξενες σκέψεις, άνοιξε την εφημερίδα στην τύχη, όχι συμπτωματικά στη σελίδα 7.
Εκεί, στο κέντρο της σελίδας, βρήκε τη φωτογραφία ενός αλόγου με το περίεργο όνομα «Τυχεροπετάλιππος», που θα αγωνιζόταν με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία της επόμενης μέρας, επτά του μηνός.
Ο κύριος Πέρες μέτρησε τα γράμματα του ονόματος του αλόγου. Ήταν 16, και άθροισε: 1+6=7.
Και, αντανακλαστικά, σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό ως σημάδι ευγνωμοσύνης.
Το επόμενο πρωί πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες του τις καταθέσεις. Επειδή, όμως, του φάνηκαν ισχνές, έβαλε υποθήκη το σπίτι του και κατάφερε να πάρει ένα δάνειο.
Μετά πήρε ένα ταξί του οποίου η πινακίδα τελείωνε, φυσικά, σε επτά. Έφτασε στον ιππόδρομο και στοιχημάτισε όλα του τα χρήματα στο άλογο με το νούμερο επτά στην έβδομη ιπποδρομία.
Συμπτωματικά - αν και αυτή τη φορά με δική του παρέμβαση -, στοιχημάτισε τα λεφτά του στο ταμείο επτά.
Μετά, πήγε και κάθισε - θα μπορούσε να ορκιστεί ότι έγινε χωρίς να το επιδιώξει- στη θέση νούμερο επτά, στην έβδομη σειρά. Και περίμενε.
Όταν ξεκίνησε η έβδομη ιπποδρομία, στις κερκίδες ξέσπασε αναστάτωση και οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι, αλλά αυτός παρέμεινε γαλήνιος.
Το άλογο με το νούμερο επτά πήρε το προβάδισμα από το ξεκίνημα και πέρασε μπροστά απ’ τις κερκίδες, ανάμεσα στα χτυπήματα από τα κράνη, το σύννεφο σκόνης και τις κραυγές του πλήθους.
Η κούρσα τελείωσε ακριβώς στις επτά
και το άλογο με το νούμερο επτά…
της κούρσας επτά…
όπως όλα έδειχναν…
είχε τερματίσει
έβδομο
Ιστορία από το βιβλίο
"ΒΑΣΙΣΟΥ ΠΑΝΩ ΜΟΥ"
του Χόρχε Μπουκάι (Jorge Bucay)