Σελίδες

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

ΤΟ ΚΑΖΑΝΙ


Μια φορά, δανείστηκε ο Ναστραδίν Χότζας, από τη γειτόνισσά του, ένα καζάνι.

Ύστερα, πήγε η γειτόνισσα, πήρε το καζάνι της και μαζί κι ένα μικρό καζάνι του Χότζα.
Το γύρεψε μετά ο Ναστραδίν το καζάνι του, εδώ κι εκεί, τίποτα.


Το βρήκε τελικά στη γειτόνισσα και το ζήτησε πίσω.
«Όχι», του λέει.
«Αυτό το πήρα απ' το σπίτι σου, αλλά βγήκε από το δικό μου, το μεγάλο καζάνι, που το γέννησε στο διάστημα που το 'χες κοντά σoυ.»

Ο πονηρός Χότζας έκανε πως το παραδέχτηκε κι έφυγε.

Μετά από καιρό, ξαναδανείζεται το καζάνι της γειτόνισσας. Το κρατάει μέρες εκείνη περιμένει να της το πάει, τίποτα! Πάει πάλι στου Χότζα.
Ούτε καζάνι μεγάλο, ούτε μικρό αυτή τη φορά.

Το ζητάει από το Χότζα επίμονα.
«Ψόφησε» απαντάει με απάθεια ο Χότζας.
«Πώς;» του λέει εκείνη. «Το καζάνι ψοφάει;»

Κι ο Ναστραδίν:
Το πράμα που γεννά, ψοφά!



Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Το Μάτι το Αχόρταγο


Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένα ψαράς πολύ φτωχός.
Μια μέρα, εκεί που ψάρευε, έπιασε με τ’ αγκίστρι του ένα πράγμα τόσο δά, που μήτε για ψαράκι φαινόταν μήτε για κοχυλάκι.
Μια και δυό, το παίρνει και το πάει στο βασιλιά, κι εκείνος, γεμάτος περιέργεια, βάζει αμέσως να τού το ζυγιάσουν με χρυσάφι.
Μα ούτε το χρυσάφι του ούτε όλοι οι θησαυροί του μπόρεσαν να κουνήσουν κείνο δα, το πραγματάκι απ’ τη θέση του.
Τότε ο βασιλιάς έστειλε και φώναξαν όλους τους σοφούς, μα κι απ’ αυτούς κανείς δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο.
Μονάχα ένας ξένος, περαστικός από τα μέρη τους, αφού το εξέτασε καλά καλά, γύρεψε και του έφεραν λίγο χώμα.
Πήρε το πραματάκι, το ‘βαλε στη ζυγαριά, έριξε από πάνω του το χώμα, και λέει στο βασιλιά: 
«Ρίξε κι εσύ λόγο χρυσάφι, και αμέσως έγυρε η ζυγαριά».

Όλοι θαυμάσανε, μα πιο πολύ ο βασιλιάς, και ζήτησε από τον ξένο την εξήγηση.

Και κείνος του ‘πε: 
«Τούτο το πραματάκι, βασιλιά μου, είναι μάτι… 
και όσο είναι πάνω από το χώμα και βλέπει, 
με τίποτα δεν λέει να χορτάσει».

Διασκευή από θρακιώτικο παραμύθι

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

Από το κακό υπάρχει και χειρότερο....



Μια φορά ήταν ένας Σουλτάνος, αιμοβόρος ... και τον καταριόταν όλος ο κόσμος.


Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλαδή έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στο σοκάκια και στα μαγαζιά, για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι’ αυτόν. 
Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. 
Μα δεν απελπιζότανε. 

Δύο-τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μήτε έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για τον σουλτάνο. 

Απάνω στα τρία χρόνια, εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ’ έναν δρόμο, μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε, κι είπε:
«Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, χρόνια να κόβει ο Αλλάχ από μένα, μέρες να σου τις δίνει».

Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε πώς βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί, και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει από αυτόν και τον ευχιότανε.

Κι η γριά του είπε: «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δε με μέλει να με σκοτώσεις, γιατί είμαι γριά.
Εγώ έφτιαξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα». 

«Λοιπόν», της λέγει ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου;».


«Ο παππούς σου», λέγει η γριά, «ήτανε κακός άνθρωπος. Κρέμαγε, παλούκωνε, έσφαζε». 

«Κι ο πατέρας μου;» τη ρωτά ο σουλτάνος. 

«Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου», λέγει η γριά.


«Κι εγώ», τη ρωτά ο σουλτάνος, «τι άνθρωπος είμαι;». 

 «Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου». 

«Και τότε, γιατί με πολυχρονίζεις;», τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος.
«Σε πολυχρονίζω, επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου, κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου, παρακαλώ τον θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ‘ρθει ύστερ’ από σένα, θα ‘ναι ακόμα χειρότερος!.."



 Από το βιβλίο 
"Ευλογημένο Καταφύγιο",
 του Φώτη Κόντογλου
Like the Post? Do share with your Friends.