Μια φορά κι έναν καιρό, ένας μικρός ψαράς είχε βγει για ψάρεμα με το καΐκι του.
Κόντευε να ξημερώσει, μα η ψαριά του δεν ήταν καθόλου καλή.
- Πώς θα γυρίσω σπίτι, συλλογιζόταν, με άδεια δίχτυα;
Ξάφνου ο τόπος άστραψε και από τη θάλασσα ξεπρόβαλε μια γοργόνα.
Πλησίασε το καΐκι του μικρού ψαρά και τον χαιρέτησε:
- Γεια σου παλικάρι, του είπε.
- Γεια σου και σένα γοργόνα, της απάντησε. Τι θέλεις από μένα;
- Σου φέρνω δύο σακούλια. Αν διαλέξεις το πρώτο, θα γυρίσεις σπίτι σου με την πιο καλή ψαριά που είχες ποτέ και όλοι θα τρίβουν τα μάτια τους για το κατόρθωμά σου.
- Κι αν διαλέξω το δεύτερο; ρώτησε το παλικάρι όλο περιέργεια.
- Αν διαλέξεις το δεύτερο, θα σου χαρίσω ένα φιλί.
Το παλικάρι απόμεινε σκεφτικό. Να γυρίσει πίσω με την πιο καλή ψαριά και όλοι να τον παινεύουν; Ή να δεχτεί το φιλί της γοργόνας;
Γρήγορα έβγαλε απόκριση:
- Διαλέγω το δεύτερο σακούλι, είπε αποφασισμένος.
- Ωραία λοιπόν, έκανε η γοργόνα και αμέσως πέταξε το πρώτο σακούλι στη θάλασσα. Μονομιάς σκόρπισαν εκατοντάδες αστραφτερά μαργαριτάρια που είχε μαζέψει από τα βάθη του ωκεανού.
- Μα τι κάνεις εκεί! Φώναξε το παλικάρι. Είναι κρίμα. Τόσα σπάνια μαργαριτάρια?
- Δεν είναι καθόλου κρίμα, απάντησε ψύχραιμη η γοργόνα. Μην παραπονιέσαι παλικάρι. Είναι το σακούλι που αρνήθηκες, του είπε κι αμέσως ανασηκώθηκε από τη θάλασσα.
Έμεινε με κλειστά μάτια για να κρατήσει μέσα του όλη αυτή την ομορφιά, που ποτέ άνθρωπος δεν είχε ξαναγευτεί.
Όταν τα άνοιξε πάλι, η γοργόνα είχε χαθεί στα νερά κι είχε πάρει πάλι να σκοτεινιάζει.
Στα χέρια του είχε απομείνει το δεύτερο σακούλι.
- Μα τι μπορεί να είναι πιο ακριβό από τόσα σπάνια μαργαριτάρια του βυθού;
Συλλογίστηκε και έλυσε το κορδόνι.
Στα χέρια του κρατούσε ένα σακούλι με μύθους, μύθους του βυθού.
Χαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως, ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου, δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.
Χαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως, ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου, δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.