Σελίδες

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024

"Ο βασιλιάς έχει κερατάκι!" ~ Κάποτε ριζώνουν και τα λόγια


Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και είχε στο κεφάλι του ένα κερατάκι.
Το είχε πολύ κρυφό, μα πώς να το κρύψει και από τον κουρέα του;
Κάθε φορά όμως που πήγαινε να του κόψει τα μαλλιά, ο βασιλιάς τον φοβέριζε να μην το πει σε κανένα, γιατί θα του πάρει το κεφάλι.

Άλλος κανένας δεν το ήξερε εκτός από τον κουρέα του βασιλιά.

Ο κουρέας δεν μπορούσε να βαστάξει το μυστικό, μα φοβόταν πάλι. 
Τι να κάνει; Πού να το ειπεί; 

Πήγε σ’ ένα πηγάδι, έσκυψε από πάνω και φώναξε μ’ όλη του την καρδιά: "
- "Ο βασιλιάς έχει κερατάκι! Ο βασιλιάς έχει κερατάκι!" 

Ύστερα από λίγον καιρό το πηγάδι ξεράθηκε και φύτρωσε μέσα μια καλαμιά. 

Η καλαμιά μεγάλωσε και μια μέρα πέρναγε ένας τσοπάνης, έκοψε την καλαμιά κι έκανε μια φλογέρα και την έπαιζε. 
Μα η φλογέρα έλεγε: Μπι, μπι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι! 

Το άκουσεν ένας, το άκουσεν άλλος, το έμαθεν όλη η χώρα, έφτασε και στ’ αυτιά του βασιλιά. 

Στέλνει ο βασιλιάς, φωνάζει τον κουρέα.

- "Πού τον είπες αυτόν το λόγο;", τον ρωτάει.

Ο καημένος ο κουρέας ορκιζόταν πώς δεν το είπε σε κανένα.
Μόνο μια φορά, λέει, δε βάσταξα και πήγα και το είπα μέσα στο πηγάδι. 

Φωνάζουν και τον τσοπάνη κι αυτός μαρτύρησε πώς τη φλογέρα την έκαμε από ένα καλάμι που βγήκε μέσα στο πηγάδι. 

Έτσι φανερώθηκε πως 
Κάποτε ριζώνουν και τα Λόγια.


Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Κάλαντα Χριστουγέννων



Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

΄Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη. 

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.


Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις" 
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.


Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα,


φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι, 
 πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.


Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης,

ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, 
 μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.

Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: 
-Πού ο Χριστός γεννάται; 
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται. 


 Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι, 
 Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι, 


οπώς υπάγη και αυτός για να Τον προσκυνήση, 
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίση.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν,
φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Aγιόν της Τόκον.

Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα, 
τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.


Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν

Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει,
άλλην οδόν να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.


Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθή κι εκεί να ησυχάση,

να πάρη και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της,
ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.


Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν,
στην Βηθλεέμ επρόσταξεν παιδια να μην αφήσουν. 

Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.


Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέραν,
θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.


Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:


«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει». 


Ιδού ότι σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού Γέννησιν την Αγίαν

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε 


Στην Εκκλησίαν τρέξατε με θείαν προθυμίαν
και με πολλήν ευλάβειαν στην Θείαν Λειτουργίαν. 


Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας

και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε,
δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται,

Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.



Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 

 σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι.

Εις έτη πολλά!



Κάλαντα Χριστουγέννων, Παραδοσιακό Τραγούδι, Πανελλαδικώς





Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

Απάλυνε τον Πόνο σου...


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας σοφός γέροντας δάσκαλος. 

Είχε βαρεθεί να ακούει τον μαθητή του να παραπονιέται συνεχώς έτσι μια μέρα αποφάσισε να τον στείλει να του φέρει λίγο αλάτι. 

Όταν εκείνος γύρισε πίσω, ο δάσκαλός του είπε να ρίξει μια γερή δόση σε ένα ποτήρι και μετά να το πιεί.

~ «Τι γεύση έχει;» ρώτησε ο δάσκαλος.

~«Πικρή» είπε ο μαθητής. 

Τότε ο δάσκαλος είπε στο νεαρό να πάρει άλλη μια χούφτα αλάτι και μετά να το ρίξει στην κοντινότερη λίμνη.

Ο μαθητής έκανε ότι του είπε. 
Έπειτα ο δάσκαλος του είπε να το δοκιμάσει, πίνοντας από το νερό της λίμνης και τον ξαναρώτησε τι γεύση έχει.

~ «Γεύση φρεσκάδας» απάντησε ο μαθητής.

~«Το αλάτι το ένοιωσες καθόλου;» ρώτησε ο δάσκαλος.

~«Όχι» απάντησε ο νέος.


Στο σημείο αυτό ο δάσκαλος έπιασε τα χέρια του μαθητή και του είπε: 

~«Ο πόνος στη ζωή είναι καθαρό αλάτι.
Η ποσότητα του πόνου παραμένει η ίδια. 
Όμως η ποσότητα της πίκρας που δοκιμάζουμε, εξαρτάται κάθε φορά από το δοχείο εκείνο, μέσα στο οποίο βάζουμε τον πόνο.
Έτσι, το μόνο πράγμα που έχεις να κάνεις, όταν υποφέρεις, είναι να διευρύνεις την αίσθηση των πραγμάτων…
..................................................................
Πάψε να είσαι το ποτήρι. Γίνε η λίμνη!»



Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Το Ηλιοτρόπιο


ΤΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ
του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΡΙΒΙΖΑ


Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. 
Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γύριζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω. Εκτός από ένα.


Ένα μόνο ηλιοτρόπιο, απ΄όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο.
Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει.
Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω

"Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο, τον ακριβοθώρητο, όπως εμείς;" ρωτούσαν τ΄άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.

"Και γιατί να τον κοιτάω;"

"Επειδή είναι χρυσός. Επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως".

"Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε"

"Τι θες να πεις; Δεν σ΄αρέσει δηλαδή;"

"Καλός είναι δεν λέω, αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς απ΄το πρωί ίσαμε το βράδυ. Αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει".

"Δεν είναι στα καλά του, σκεφτόνταν τα ηλιοτρόπια "Ακούς εκεί, να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο;"

Και περνούσαν οι μέρες. Και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσανε τον ήλιο, εκτός από κείνο το ηλιοτρόπιο το ένα, που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη μεριά.

"Δε μου λες; Γιατί δεν με κοιτάς;" το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος.

"Άσε με ήσυχο" είπε το ηλιοτρόπιο.

"Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;" ξαναρωτάει ο ήλιος.
"Θέλεις αλήθεια να σου πω;"

"Ναι".

"Επειδή… θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα. Μόνο για μένα να γελάς. Να λάμπεις μόνο για μένα. Εμένα μόνο να ζεσταίνεις" είπε το ηλιοτρόπιο.
"Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα".

"Μα δεν γίνεται αυτό" αποκρίθηκε ο ήλιος. "Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω. Δεν γίνεται".

"Τότε κι εγώ δεν θα σε κοιτάω".

"Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς, αν δε με κοιτάς".

"Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με" είπε το ηλιοτρόπιο.

Δεν μίλησε ο ήλιος. Και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη τη μεριά. Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.

"Είδατε;" ψιθύρισαν τ' άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. "Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε.. Ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να το θυμηθείτε ότι έτσι που πάει αργά ή γρήγορα θα μαραθεί".

Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό, ο μίσχος στα πέταλά του μαραινόταν, αλλά ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον βασιλιά τον ήλιο.

Παραξενεμένα τα ηλιοτρόπια, το άκουγαν να μιλάει μόνο του. "Φύγε" έλεγε "δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε".

Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο κείνο βράδυ, όταν όλα τ΄άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος.
Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως τ΄όνειρό του.

"Ήρθες;" είπε το ηλιοτρόπιο.

"Ήρθα" είπε ο ήλιος.

"Μόνο για μένα;"

"Μόνο για σένα" αποκρίθηκε ο ήλιος "Έλα".

Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο, τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. 
Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν΄ανεβαίνει.. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.

Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δεν γίνεται πιο φωτεινός.. 
Κι έφτασε κοντά στον ήλιο. 
Κι από κει ψηλά είδε όλες τις θάλασσες, κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες, είδε λιμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.

"Έλα κοντά μου" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.

"Πιο κοντά" είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.

"Κοίτα με" είπε ο ήλιος 
"Κοίτα με ηλιοτρόπιο". Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε.

"Εσένα μόνο" είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του.
Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. 
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, να γλιστράνε, να σκορπάν τα σπόρια του, να πέφτουν δάκρυ και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως αγγίζαν τον αφρό, όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες ξενες να πηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάριζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.

Είχε συννεφιά τ΄άλλο πρωί. 
Δεν βγήκε τη μέρα εκείνη ο ήλιος. 
Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος.


Το ηλιοτρόπιο έγερνε στο μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσά ηλιοτρόπια του κάμπου.

"Τά΄θελε και τά΄παθε" είπε ένα ηλιοτρόπιο.

"Πήγαινε γυρεύοντας" είπε ένα άλλο. Έτσι είπαν.

Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν.


Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε, 
πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, 
κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.



Like the Post? Do share with your Friends.