Ένα βράδυ ο Νασρεντίν βημάτιζε νευρικά πάνω-κάτω, πάνω-κάτω στην κρεβατοκάμαρα και είχε σπάσει να νεύρα της γυναίκας του.
- Τι έχει; βρε άνθρωπέ μου και δεν κοιμάσαι;
- Να, χρωστάω στον Εβραίο απέναντι 1000 χρυσά γρόσια και δεν έχω αύριο να του τα δώσω.
- Ε και γι’ αυτό σκας; Κάτσε να δεις.
Πάει η γυναίκα του στο παράθυρο και φωνάζει του Εβραίου:
- Ε, γείτονα, τα 1000 χρυσά που σου χρωστάμε δεν τα έχουμε!
Ύστερα λέει στον άντρα της:
- Τώρα ησύχασες; Σβήσε το φως και κοιμήσου. Τώρα ο Εβραίος θα μείνει ξάγρυπνος!
Μια φορά ο Νασρεντίν πήγε στον μπακάλη και αγόρασε δυο αυγά αλλά ξέχασε να πάρει τα χρήματα από το σπίτι και ο μπακάλης τού έδωσε τ’ αυγά με την προϋπόθεση ότι θα τα πληρώσει την άλλη μέρα.
Την επόμενη μέρα ξέχασε να πάει τα χρήματα και τα πήγε μετά από 10 μέρες.
Ο μπακάλης τότε του ζήτησε περισσότερα χρήματα.
Ο Νασρεντίν ξαφνιάστηκε και είπε:
- Για δυο αυγά να σε πληρώσω τόσα πολλά λεφτά;
- Αν αυτά τα δυο αυγά τα κλωσούσε η κότα θα γινόντουσαν πουλιά, τα πουλιά θα γινόντουσαν κότες, οι κότες ξανά θα γεννούσαν άλλα πουλιά…
Θύμωσε ο Νασρεντίν κι έφυγε. Ο μπακάλης όμως δεν τον άφησε και του έκανε μήνυση.
Όταν έφτασε η μέρα της δίκης, τον κάλεσαν να πάει στο δικαστήριο.
Ο Νασρεντίν ήταν πολύ πονηρός κι άργησε να πάει. Όταν έφτασε καθυστερημένος ο πρόεδρος τον ρώτησε:
- Γιατί άργησες βρε Χότζα;
- Με συγχωρείς κύριε πρόεδρε για την καθυστέρηση. Έβραζα σιτάρι για το σπείρω αύριο.
- Τι κουταμάρες μας λες βρε Χότζα; Σπέρνεται το βρασμένο σιτάρι;
- Δε μου λες κύριε πρόεδρε, τα αυγά άμα τα βράσεις και τα φας γίνονται κότες; Γίνονται πουλιά; Γεννούνε;
Με την απάντηση αυτή ο πρόεδρος τον αθώωσε…
Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο Νασρεντίν φόρτωσε το γαϊδούρι του με διάφορες πραμάτειες και ξεκίνησε πρωί πρωί από το χωριό του για να της πάει στην πόλη που είχε παζάρι και να τις πουλήσει.
Στα μισά του δρόμου πείνασε και σκέφτηκε να φάει το μισό από το καρπούζι που είχε πάρει μαζί του για ώρα ανάγκης.
Σταμάτησε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, χώρισε με το μαχαίρι του το καρπούζι στα δύο κι ύστερα έκοψε την πρώτη φέτα. Την πιάνει με τα δυο του χέρια, της δίνει μια μεγάλη βαθιά δαγκωνιά και: «φτου..», έκανε με αηδία κι έφτυσε το καρπούζι στο χώμα, γιατί ήταν τελείως άγλυκο σαν αγγούρι! Ύστερα πήρε όλο το καρπούζι και με φοβερό θυμό το σήκωσε ψηλά και το πέταξε σε μια πέτρα, κάνοντάς το κομμάτια που σκόρπισαν γύρω από την πέτρα. Και σαν μην έφτανε αυτό, πήγε πάνω από τα κομμάτια του καρπουζιού και τα κατούρησε.
Έτσι, αφού ξεθύμανε, καβάλησε το γαϊδούρι του και πήγε στο παζάρι, στην πόλη.
Η μέρα του πήγε πολύ καλά αφού πούλησε όλη του την πραμάτεια και κατά το μεσημεράκι καβάλησε το γαϊδούρι του και πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Την ώρα του καταμεσήμερου κι ενώ ο καλοκαιριάτικος ήλιος έκαιγε βασανιστικά, βρέθηκε να περνάει δίπλα από το δέντρο όπου το πρωί είχε κομματιάσει το άνοστο καρπούζι. Ένοιωθε τρομερή δίψα. Σταμάτησε το γαϊδούρι δίπλα στο δέντρο, και κοίταξε το κομματισμένο καρπούζι που ήταν ακόμα εκεί κάτω από τη σκιά του. Ξεκαβάλησε και πλησίασε τα κομμάτια του καρπουζιού. Γονάτισε, διάλεξε ένα κομμάτι καρπουζιού που ήταν κάπως μακριά από την πέτρα και στριφογυρίζοντας το στο χέρι του ψιθύρισε, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει» και το έφαγε. Ύστερα βρήκε ένα άλλο, «ούτε κι αυτό το έχω κατουρήσει» είπε και το έφαγε. Ύστερα πήρε άλλο ένα, έπειτα κι άλλο ένα και ψιθυρίζοντας πάντα, «αυτό δεν το έχω κατουρήσει», έφαγε όλο το κομματιασμένο και κατουρημένο καρπούζι, και ξεδιψασμένος ανέβηκε στο γαϊδούρι του και γύρισε ευχαριστημένος στο χωριό του.