Ο Χότζας είχε πέσει στο κρεβάτι βαριά άρρωστος.
Όλοι νόμιζαν πως θα πεθάνει.
Η γυναίκα του ντύθηκε στα μαύρα κι άρχισε τα κλάματα και τα μοιρολόγια.
Οι μαθητές του που είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του, τον κοίταζαν με βαθιά θλίψη.
Μόνο ο Χότζας, έμενε ατάραχος και κάθε τόσο γέλαγε...
«Δάσκαλε», τον ρωτάει ένας από τους μαθητές του, «πώς γίνεται να αντιμετωπίζεις το θάνατο με τέτοια ψυχραιμία, και μάλιστα κάθε τόσο να γελάς, ενώ εμείς που δεν πρόκειται να πεθάνουμε, αγωνιούμε μήπως μας αφήσεις»;
«Πολύ απλό», απάντησε ο Χότζας.
«Καθώς σας κοιτάζω ξαπλωμένος, λέω στον εαυτό μου: Όλοι σας έχετε τόσο βαριά θλιμμένη όψη, που είμαι σχεδόν σίγουρος ότι, όταν έρθει ο Άγγελος του Θανάτου, θα νομίσει ότι κάποιος από εσάς είναι που τον περιμένει και θα τον πάρει κατά λάθος, και θα μ' αφήσει εμένα να ζήσω κι άλλο. Γι' αυτό κάθε με πιάνουν τα γέλια...»